Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης για την ελληνική πλευρά και το συμφέρον της


Η ελληνική πλευρά και το συμφέρον της
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Το λέω με πολύ δισταγμό, αλλά μπορεί, ξέρετε, να είναι όπως με τη δολοφονία του Τόμας Μπέκετ, αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, το 1170. Κατά τις αφηγήσεις της εποχής, ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ φέρεται να εξέφρασε δυνατά το παράπονό του ότι δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τον αρχιεπίσκοπο. Κάτι ιππότες (βασιλικότεροι του βασιλέως), που έτυχε να το ακούσουν, ανέλαβαν με πρωτοβουλία τους να λύσουν το θέμα και το έλυσαν παίρνοντας το κεφάλι του Μπέκετ.
Κατ’ αναλογία, λοιπόν, ενδεχομένως ο Τσίπρας και οι άλλοι να άκουσαν τις προάλλες τον καημό του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως τον διετύπωσε στην Κύπρο, ότι «πρέπει να εξοντώσουμε τον Μινώταυρο του νεοφιλελευθερισμού» και, ανταποκρινόμενοι, μεθόδευσαν τη διαρροή της συνομιλίας Τόμσεν - Βελκουλέσκου, ώστε να εξοντώσουν τον Μινώταυρο, δηλαδή το ΔΝΤ. Μου αρέσει μάλιστα να σκέπτομαι ότι κάποτε μπορεί να βρεθεί και ένας νέος Ελιοτ να το κάνει θεατρικό έργο. (Αλλά επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε επτακόσια χρόνια όπως ο Μπέκετ τον Ελιοτ, γιατί να μην ξεκινήσει από τώρα ο Πελεγρίνης;)
Η διαρροή για την οποία όλοι συζητούμε από προχθές έγινε μέσω του WikiLeaks, αλλά φέρει τη σφραγίδα της ελληνικότητας: επιπολαιότητα και σύγχυση ως προς τη σκοπιμότητα και προχειρότητα και τσαπατσουλιά στην εκτέλεση. Πώς, λ.χ., να πάρεις στα σοβαρά τις διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όταν στην ανακοίνωσή της σχετικά με την υποκλοπή και τον θόρυβο που προκάλεσε τονίζει ότι «σε ό,τι αφορά τα ζητήματα ασφαλείας, η Ελλάδα είναι μια χώρα απόλυτα ασφαλής»; Συγγνώμη που χαλάω την ωραία ατμόσφαιρα του παραμυθιού, αλλά δεν πέρασε από το μυαλό του συντάκτη της ανακοίνωσης ότι η υποκλοπή της τηλεφωνικής συνομιλίας Τόμσεν - Βελκουλέσκου συνέβη στην Ελλάδα και, επομένως, ότι η παροχή διαβεβαιώσεων περί ασφαλείας (και μάλιστα απόλυτης, οι αθεόφοβοι...) είναι, αναλόγως της οπτικής γωνίας, φαιδρή, ηλίθια ή εξοργιστική; Προφανώς, όχι. Εξάλλου, δε, για ανθρώπους που χρησιμοποιούν τα ελληνικά όπως οι Συριζαίοι, τα επιρρήματα είναι για στόμφο, όχι για νόημα και, συνεπώς, μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά βούληση.
Ποιος μπορεί να έκανε την υποκλοπή δεν πρέπει να απασχολεί ιδιαιτέρως. Διότι πολλές υπηρεσίες θα μπορούσαν, αλλά οι ελληνικές είναι εκείνες που θα όφειλαν να προστατεύσουν την «ιδιωτικότητα των εσωτερικών συνομιλιών», όπως αναφέρεται στην επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ. Από εκεί και πέρα, σοβαρές ενδείξεις για την υπαιτιότητα της ελληνικής πλευράς εντοπίζονται στους χειρισμούς της κυβέρνησης που ακολούθησαν τη διαρροή. Κατ’ αρχάς, το εκπληκτικό (για ΣΥΡΙΖΑ) επίπεδο ετοιμότητας. Κάθε κυβέρνηση που θα έπεφτε κατά παρόμοιο τρόπο «από τα σύννεφα» θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο και για να επιβεβαιώσει το γεγονός και για να αποφασίσει τη στάση της. Τούτοι εδώ, όμως, ήσαν πανέτοιμοι. Δεν είναι περίεργο; Επειτα, ενώ υποτίθεται ότι η αποκάλυψη δεν συμφέρει την ελληνική πλευρά (το λέει πρώτη απ’ όλους η κυβέρνηση), η απάντηση την οποία δίνει στην επιστολή διαμαρτυρίας της Λαγκάρντ ουσιαστικά συντηρεί το θέμα, αντί να προσπαθεί να το υπερβεί. Επίσης, δεν περιέχει το παραμικρό ίχνος δυσαρέσκειας για τον φυσικό αυτουργό της διαρροής, το WikiLeaks – αλλά αυτοί είναι φίλοι τους, ανήκουν όλοι μαζί στο παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα.
Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, στις ως άνω υποψίες μπορεί να απαντήσει κάποιος με το επιχείρημα του υπουργού Δ. Βίτσα, ο οποίος χθες τόνισε ότι «εμείς, ως Ελλάδα, δεν έχουμε συμφέρον από τη διαρροή». Εχει δίκιο: η ελληνική πλευρά (το αναγνωρίζει και η κυβέρνηση με την ανακοίνωσή της) δεν έχει συμφέρον από περιττές δυσχέρειες στη διαπραγμάτευση. Ας μη βιαζόμαστε όμως να πεισθούμε, διότι η αλήθεια του υπουργικού ισχυρισμού εξαρτάται από δύο τινά: τι εννοούμε ως ελληνική πλευρά και τι ως συμφέρον της. Αν ως ελληνική πλευρά εννοούμε τη χώρα, τότε, ναι, η παράταση και μάλιστα σε δυσάρεστο κλίμα δεν συμφέρει. Αν εννοούμε όμως την κυβέρνηση, τότε η εκτίμηση αλλάζει. Η διαρροή συσπειρώνει τον κόσμο της (και μάλιστα έπειτα από την αποτυχία του αντιπερισπασμού διά της διαπλοκής) και επίσης εξυπηρετεί αυτό που ολοένα και περισσότερο προβάλλει ως απώτερη επιδίωξη της κυβέρνησης: την ηρωική έξοδο με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση των απωλειών σε εκλογική πελατεία.
Στην υπόθεση ενεπλάκη και ο τέως υπουργός Οικονομικών, με ανοιχτή επιστολή του προς τον Αλέξη Τσίπρα, στην οποία προτρέπει τον πρωθυπουργό, με γλώσσα εμετικά αριστερίστικη, να χρησιμοποιήσει την επιστολή εναντίον και του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων. Τον παρακινεί, ουσιαστικά, να ολοκληρώσει το ημιτελές «αριστούργημά» τους των πρώτων επτά μηνών Αριστεράς: την αποχώρηση της πρώτης χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βαρουφάκης παρεμβαίνει με αυτή την αφορμή. Ξέρει καλά ότι ο ομολογημένος στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σοσιαλιστική απομόνωση της χώρας από τη Δύση (υπάρχουν όλα αυτά στο πρόγραμμά τους και στο DNA τους...) και αναγνωρίζει στη διαρροή μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης στρατηγικής. Η νοσταλγία είναι το κίνητρό του κι ας μην το παραδέχεται: βλέπει το όνειρό του να πλησιάζει λίγο πιο κοντά στην πραγματοποίηση και θυμίζει πόσο σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του...
Για μερακλήδες
Να προσθέσω στον τίτλο: για τελειωμένους μερακλήδες. Αναφέρομαι στην ωραία εκδήλωση της προσεχούς Δευτέρας με το ανατριχιαστικό θέμα «Μνημόνια - Αριστερά - Προοδευτική Διακυβέρνηση», η οποία γίνεται στο ξενοδοχείο «Τιτάνια» με ομιλητές τους Γ. Δραγασάκη, κυρ-Φώτη Κουβέλη και Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Το θέμα, τα πρόσωπα, ο χώρος, όλα συμβάλλουν ώστε η εκδήλωση αυτή να είναι ιδεώδης είτε για τους πολύ μερακλήδες είτε για όσους σκέπτονται σοβαρά τη διέξοδο της αυτοκτονίας, αλλά δεν βρίσκουν το θάρρος. Υστερα από δύο-τρεις ώρες απελπισίας με κυρ-Φώτη με Μαριλίζα, μπορεί να το βρουν...

(Στην φωτογραφία : Τέτοια μανία με το κόκκινο, ώστε πάω στοίχημα ότι πρέπει να φοράει μποξεράκι κόκκινο με κίτρινα σφυροδρέπανα...)