Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Εξαιρετικός Τ. Θεοδωρόπουλος για τις γενιές της ενοχής


Οι γενιές της ενοχής
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Α​​ναρωτιέμαι τι απέγιναν σήμερα τα παιδιά με τις κουκούλες που έκαιγαν ανενόχλητα την Αθήνα τέτοιες μέρες το 2008. Πόσοι απ’ αυτούς ακολούθησαν τον δρόμο της γενιάς τους και ψάχνουν κάποια δουλειά εντός ή εκτός Ελλάδας, με αμοιβή πολύ χαμηλότερη από τα εφτακόσια ευρώ στα οποία χρωστάει το όνομά της εκείνη η γενιά; Πόσοι σπούδασαν και πόσοι ξέμειναν για να επανδρώσουν τις συμμορίες του υποκόσμου, που ο δημοσιογραφικός λυρισμός, ή η αδυναμία ακριβούς διατύπωσης, αποκαλεί «αναρχικούς» και «αντεξουσιαστές»; Σημασία έχει ότι, εφτά χρόνια μετά, ο θλιβερός Δεκέμβριος του 2008, τα μόνα ίχνη που άφησε πίσω του είναι τα ίχνη της καταστροφής. Δεν άφησε ούτε ένα σύνθημα και δεν κατεγράφη καν ούτε ως πολιτικό γεγονός.
Ηταν το ξέσπασμα ομάδων από κακότροπους νέους οι περισσότεροι των οποίων διέθεταν εφτακόσια ευρώ χαρτζιλίκι και ήξεραν εκ των προτέρων πως θα μείνουν ατιμώρητοι. Τα παιδιά που τότε ακόμη είχαν δουλειά, ή ήλπιζαν να βρουν, όση αγανάκτηση κι αν έβραζε μέσα τους, όσος κι αν ήταν ο θυμός τους, δεν είχαν χρόνο ούτε να σπάσουν ούτε να κάψουν. Τις ημέρες εκείνες, οι γνωστές και μη εξαιρετέες πριμαντόνες του προοδευτικού λυρισμού μάς καλούσαν να «αφουγκραστούμε» τους νέους. Μόνον που οι νέοι δεν μιλούσαν. Εσπαγαν, έκαιγαν και φώναζαν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» – ακόμη και το σύνθημα ήταν αντιγραφή από παλαιότερες εποχές. Οσο για τις προοδευτικές πριμαντόνες, αυτές έβρισκαν τον καλύτερο τρόπο για να νεάσουν.
Καθηγητής του Παντείου είχε καθυβρίσει φοιτητές που ήθελαν να παρακολουθήσουν μάθημά του ενώ η επανάσταση των κουκουλοφόρων ήταν σε εξέλιξη στους δρόμους. Θυμάμαι τις εισβολές σε θεατρικές παραστάσεις, σε μία μάλιστα το κοινό τούς χειροκρότησε. Τουλάχιστον τους φαιοχίτωνες δεν τους χειροκροτούσαν οι θεατές όταν έσπαγαν θέατρα στο Βερολίνο. Θυμάμαι ακόμη την ιστορία εκείνης της μητέρας, η οποία έμενε στο Ψυχικό και υπερηφανευόταν πως ετοίμαζε την κουκούλα στον γιόκα της για να πιάσει δουλειά. Se non è vero è ben trovato.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της μετανεωτερικής δυτικής κοινωνίας. Η νεότης δεν αντιμετωπίζεται πια ως ένα στάδιο της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής εξέλιξης του ατόμου, αλλά τάξη με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ακόμη κι αν ο εικοσάρης που μεγαλώνει στο Πέραμα δεν έχει καμία σχέση με τον εικοσάρη των βορείων προαστίων – και ολίγος μαρξισμός δεν βλάπτει πού και πού, κύριοι της Αριστεράς. Δεν είμαι ιστορικός, αλλά μπορώ να υποστηρίξω σοβαρά πως αυτή είναι η πιο σημαντική αλλαγή που επέφερε στις δημοκρατίες του ελεύθερου κόσμου ο Μάης του ’68. Μια αλλαγή που βόλευε κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες. Αν η νεότης είναι στάδιο της εξέλιξης, στα εξήντα σου δεν μπορείς να αποκαλείσαι νέος, ακόμη κι αν δικαιούσαι να το αισθάνεσαι. Αν όμως είναι κοινωνική τάξη, μπορείς να υιοθετήσεις τη συμπεριφορά της, να μιμηθείς την εμφάνισή της και να παριστάνεις τον εικοσάρη. Οι παλαιότεροι έλεγαν απαξιωτικά ότι αυτός ο άνθρωπος νεάζει. Τώρα θεωρείται επίτευγμα. Το αποτέλεσμα το είδαμε στους «Αγανακτισμένους». Κάτι γομαροειδή της Χ.Α. χωρίς μέλλον, χωρίς παρόν, φώναζαν με τους υπόλοιπους πως το Μνημόνιο τούς «κλέβει το μέλλον».
Οι καταστροφές του 2008, οι λεηλασίες, οι εμπρησμοί, η κατάλυση της εννόμου τάξεως στην πρωτεύουσα, στην πραγματικότητα είναι το επίτευγμα των γονιών των κουκουλοφόρων. Μανάδες και πατεράδες που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την αγωγή και την εκπαίδευση των παιδιών τους, μεθυσμένοι από την ευμάρεια που σάρωσε με την ταχύτητα και την ευκολία επιδημίας τυφώδους πυρετού την ελληνική κοινωνία, εθισμένοι στην αυθαιρεσία, πελάτες του πολιτικού συστήματος. Εμαθαν τα παιδιά τους να περιφρονούν τους «μπάτσους», γιατί ήξεραν πως ο δικηγόρος πατέρας τους είχε μεγαλύτερη εξουσία από τον αστυνομικό.
Εμαθαν να περιφρονούν τον μικροαστό καταστηματάρχη, γιατί αυτός έπρεπε να πάρει δάνειο για να αγοράσει σπίτι και αυτοκίνητο. Και έμαθαν να περιφρονούν τους δασκάλους τους, διότι, όταν τους έβαζαν κακό βαθμό, οι γονείς διαμαρτύρονταν για την «αδικία».
Η κατηγοριοποίηση των ατόμων σε γενιές είναι άδικη, το ξέρω. Είχα γράψει για τη γενιά της «καταστροφής», τη γενιά του Πολυτεχνείου. Σ’ αυτήν ανήκουν πολλοί που εκτιμώ και πάλεψαν να φτιάξουν το καλύτερο.
Το ίδιο και για τη γενιά του «αχαλίνωτου ναρκισσισμού», τα παιδιά του 2008. Σήμερα γράφω για τους «ενδιάμεσους», όσους ανήκουν στη γενιά του Πολυτεχνείου και πιο κάτω και είναι οι γονείς των παιδιών που φόρεσαν κουκούλες για να κάψουν. Ενοχική γενιά. Ηξεραν πως ξόδεψαν ελάχιστα για να αποκτήσουν τα μέγιστα. Ηξεραν ακόμη πως, αν είχαν ξοδέψει τη «δεκάτη» από τα κέρδη τους για να φτιάξουν σχολεία και πανεπιστήμια για τα παιδιά τους, η Ελλάδα δεν θα είχε καταντήσει κουρελού. Ελεγαν πως αγαπάνε τη χώρα τους, όμως στην πραγματικότητα αγαπούσαν τη χειρότερη εκδοχή της Μυκόνου. Μια νεόπλουτη ενοχική Ελλάδα που δεν τόλμησε να νουθετήσει τα παιδιά της.
Παιδιά της είναι η ανομία, οι καταλήψεις, οι καταστροφές, η κατάλυση της δημόσιας ασφάλειας και η κατάντια της σημερινής πολιτικής τάξης. Κοινώς η ανικανότητα μιας ολόκληρης χώρας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Και δεν αναφέρομαι μόνον στις «μαμάδες των βορείων προαστίων». Την ίδια συμπεριφορά μιμήθηκε και ο αγρότης που πήρε επιδοτήσεις, την ίδια και ο υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, την ίδια και ο μικρός επιχειρηματίας που αγόρασε «Μερσεντέ» για να νιώσει μεγάλος. Τα μεσαία στρώματα, ο κύριος όγκος της ελληνικής κοινωνίας, απεργάστηκαν την καταστροφή τους, γιατί δεν φρόντισαν τα παιδιά τους.
Ως εκ τούτου, μην είστε σίγουροι ότι το νέο θα είναι καλύτερο απ’ το παλιό.