Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Η νέα Κεντροδεξιά


Από τον Ηλία Δημητρέλλο
Έχουν παρέλθει πέντε σχεδόν μήνες από τη βαριά ήττα που υπέστη η ΝΔ, παρόλα αυτά είναι σαφές ότι δεν έλαβε το εκλογικό μήνυμα. Η ΝΔ αποδοκιμάστηκε, καθώς δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με τη διακυβέρνηση της χώρας το 2012.
Ήτοι, να εξασφαλίσει ότι ο κίνδυνος για την Ελλάδα έχει πια περάσει και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Συγχρόνως απέτυχε να πείσει τον ελληνικό λαό αφενός μεν ότι η κυβέρνησή του διαπραγματεύεται σκληρά με τους δανειστές προς το συμφέρον του, αφετέρου ότι είναι σε θέση να του προσφέρει ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον.
Σήμερα η ΝΔ είναι επί της ουσίας ένα κόμμα σε αφασία, με την ηγεσία της να μην αποδέχεται το προφανές, ότι δηλαδή απέτυχε και πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα. Οδηγείται κατ’ αυτόν τον τρόπο στην πλήρη απαξίωση, κινδυνεύοντας σε περίπτωση νέων εκλογών να υποστεί ήττα αναλόγων διαστάσεων με εκείνη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012. Πολύ μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της θα καταψηφίσει το αποτυχημένο εκ του αποτελέσματος μοντέλο. Το μόνο θετικό είναι ότι καθώς δεν υφίσταται αντίπαλο δέος στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα διαλυθεί, οπότε και οι τάσεις πολυδιάσπασης αμβλύνονται.
Αν η ΝΔ επιθυμεί να παραμείνει μεγάλη παράταξη, χρήσιμη για τον τόπο και όχι μόνο για κάποια από τα στελέχη της, απαιτείται πλήρη και σαρωτική ανανέωση σε όλα. Ιδέες, πρόσωπα, πολιτικές. Με άνοιγμα στην κοινωνική και ιστορική της βάση, ώστε να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος – ζύμωση για τον επαναπροσδιορισμό της ιδεολογικής της ταυτότητας.
Απέναντι στα πολλά νέα πρόσωπα που ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, η ΝΔ έχει να επιδείξει «τζάκια», βαρωνίες, βουλευτές που εκλέγονται επί δεκαετίες, τηλεαστέρες, δημιουργήματα του κομματικού σωλήνα. Ήτοι στελέχη πλήρως αποκομμένα από την κοινωνική πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή οι 35αρηδες και 40αρηδες, σπλάχνα της παράταξης από την θητεία τους στη ΔΑΠ, βλέπουν τους αντίστοιχους του ΣΥΡΙΖΑ, τους οποίους κατανικούσαν στα αμφιθέατρα, να είναι σήμερα βουλευτές και υπουργοί, και εκείνοι να στερούνται της δυνατότητας να συμμετέχουν, όντας αποκλεισμένοι από την παλαιοκομματική νομενκλατούρα και τις πρακτικές της.  
Απαιτείται συνεπώς να αναδειχθούν νέα στελέχη πρώτης γραμμής, και όχι νέοι νεροκουβαλητές των νυν προυχόντων. Με τη σύνδεση της παράταξης με την κοινωνία, θα δοθεί η δυνατότητα να αναδειχθούν επιτέλους οι πραγματικοί εκπρόσωποί της, οι οποίοι είναι σε θέση να μεταφέρουν τα προβλήματά, τις αγωνίες και τις προτάσεις της, και να απομακρυνθούν τα πρόσωπα εκείνα που ταυτίστηκαν με τις ακραίες μνημονιακές πολιτικές
Συγχρόνως, να ξεκινήσει η ζύμωση για το νέο ιδεολογικό προσανατολισμό, σταθερά σαφώς προς την Ευρώπη, που να ενσωματώνει όμως ελληνικά χαρακτηριστικά και προτάσεις, προκειμένου να πείσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της, που, αν και βαθιά ευρωπαϊστές, έστρεψαν την πλάτη τους επιδεικτικά, απογοητευμένοι από την κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου τους και την ανικανότητα της ΝΔ να δώσει απτές λύσεις.
Η σύνδεση της Παράταξης με την κοινωνία διά των νέων στελεχών θα θέσει ιδεολογικά στο περιθώριο τους θορυβούντες εκφραστές, τόσο των ιδεολογικών εμμονών νεοφιλελεύθερης αποχρώσεως, όσο της «λαϊκίστικης» δεξιάς και ακροδεξιάς που με τις τσιρίδες τους έχουν πετύχει να εκπροσωπούν σήμερα τη ΝΔ.
Η εκ νέου ανάδειξη των πατριωτικών χαρακτηριστικών, χωρίς εξάρσεις και μισαλλοδοξίες, θα επαναπατρίσει πολλούς εκ των ψηφοφόρων που «μετανάστευσαν» προς τα κόμματα της «πέραν» δεξιάς, και δεν συμφωνούν με τις ακραίες αντιλήψεις που αυτά εκφράζουν ή τις νυν συμμαχίες τους.
Η χώρα χρειάζεται ένα ισχυρό κόμμα κεντροδεξιάς, ως πυλώνα της Δημοκρατίας. Η Κεντροδεξιά όμως χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα με νέα ηγεσία, νέα στελέχη, νέα ιδεολογία. Χωρίς μεταγραφές ποδοσφαιρικής λογικής. Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στη νέα γενιά, που πλήττεται περισσότερο από την κρίση, να πρωταγωνιστήσει, να αναλάβει δράση και να προτείνει λύσεις.
Η κεντροδεξιά παράταξη χρειάζεται να στηθεί από την αρχή. Να επανιδρυθεί. Απαλλαγμένη από τα βαρίδια του χθες και τους εκπροσώπους του εαυτού τους. Με νέες ιδέες και νέους ανθρώπους. Συνθέτοντας και ουχί αποκλείοντας. Ουσιαστικά, όχι για το θεαθήναι. Με θάρρος και παρρησία. Χωρίς ενοχές και φοβικά σύνδρομα για την ιδεολογία και την ιστορία της. Κυρίως, διαθέτοντας όραμα και δίδοντας ελπίδα στον Έλληνα ότι μπορεί να δημιουργήσει ξανά.