Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Άρθρο του Reuters ότι η Ελλάδα έχει προθεσμία δύο εβδομάδων


Η Ελλάδα έχει προθεσμία δύο εβδομάδων
HUGO DIXON / REUTERS
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Προς το παρόν, το σενάριο της χρεοκοπίας της Ελλάδας δεν βρίσκεται στο τραπέζι, αφότου ο Γιάνης Βαρουφάκης, υπουργός Οικονομικών, διαβεβαίωσε πως η χώρα θα ανταποκριθεί στις οφειλές της προς το ΔΝΤ, αύριο 9 Απριλίου.
Ωστόσο, επίκεινται και άλλες πληρωμές, οπότε ο φόβος της πτώχευσης θα επανέλθει στα τέλη Απριλίου, εάν η Ελλάδα δεν παρουσιάσει ορισμένες ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις. Ειδάλλως, οι πιστωτές της Ευρωζώνης θα αρνηθούν να χορηγήσουν περισσότερα χρήματα και η Αθήνα θα υποστεί άτακτη χρεοκοπία. Η Ελλάδα έχει συγκεντρώσει αρκετό ρευστό για τη δόση του ΔΝΤ, το οποίο εν μέρει προέρχεται από τα ταμεία των οργανισμών του Δημοσίου.
Εν τω μεταξύ, έχει σπαταλήσει δυόμισι μήνες, να δίνει διαλέξεις στους πιστωτές της, να αποστέλλει ανάμεικτα μηνύματα σχετικά με την προθυμία της να χρεοκοπήσει και να εμφανίζεται με ερασιτεχνικές προτάσεις μεταρρυθμίσεων.
Τώρα, πλέον, η κυβέρνηση πρέπει να σοβαρευτεί, εκτός εάν ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, είναι όντως πρόθυμος να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιβάλει σκληρούς ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων και να εξέλθει της Ευρωζώνης. Οι πιστωτές της Αθήνας εξακολουθούν να τηρούν απέναντί της άκαμπτη στάση. Παρά το γεγονός ότι δεν εύχονται η Ελλάδα να εισέλθει σε μια αυτοκαταστροφική περιδίνηση και ανησυχούν για τις επιπτώσεις της, εάν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο, δεν εμπιστεύονται τα λεγόμενα της ελληνικής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές ορθώς επιδιώκουν να δουν ορισμένες πράξεις με νόημα, προτού της δανείσουν περισσότερα χρήματα. Ο κ. Τσίπρας χρειάζεται να δείξει ότι εννοεί όσα λέει, με το να υποστεί κάποιο πολιτικό κόστος στο εσωτερικό πεδίο, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μη δημοφιλών μέτρων. Ειδάλλως, υπάρχει κίνδυνος η κυβέρνηση να λάβει το ρευστό, να συνεχίσει να μιλά με αμφίσημη γλώσσα και να χρεοκοπήσει τον Ιούνιο, εάν δεν μπορέσει να εξασφαλίσει νέα μακροπρόθεσμη συμφωνία, σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Το προσεχές δεκαπενθήμερο, οι δύο πλευρές θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τρία ζητήματα.
Πρώτον, οι συντάξεις. Παρά το ότι τα τελευταία χρόνια η Αθήνα έχει αυξήσει το όριο της συνταξιοδότησης, το υπάρχον σύστημα βρίθει εξαιρέσεων, οι οποίες επιτρέπουν σε πολλούς προνομιούχους ανθρώπους να λαμβάνουν πρόωρες συντάξεις. Δεν είναι μόνον ο κ. Τσίπρας απρόθυμος να κλείσει αυτές τις «τρύπες», επιθυμεί να αποκαταστήσει και την επονομαζόμενη 13η σύνταξη, το δώρο Χριστουγέννων με αποδέκτες περισσότερους από ένα εκατομμύριο συνταξιούχους, συνολικού ύψους 600 εκατ. ευρώ. Αν και ίσως υπάρχει λόγος να το κάνει για τους πολύ φτωχούς, η 13η σύνταξη θα αφορά όλους όσοι λαμβάνουν λιγότερα των 700 ευρώ –το ποσόν αυτό δεν αντιστοιχεί σε επίπεδα φτώχειας για την Ελλάδα.
Δεύτερον, η φορολογία. Οι μεταρρυθμίσεις, που υπέβαλε η Αθήνα, εμπεριέχουν ιδέες για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Πολλές είναι καλές, ενώ η Αθήνα επιδιώκει και να ενισχύσει την ανεξαρτησία των οικονομικών υπηρεσιών, με τις οποίες είχαν αναμειχθεί οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση αναμένει από τις προτάσεις να αποφέρουν 4,7-6,1 δισ. ευρώ σε έσοδα φέτος. Ισως με τον χρόνο να το κάνουν, αλλά ούτε η Αθήνα ούτε οι πιστωτές της πρέπει να περιμένουν πολλά το τρέχον έτος.
Τρίτον θέμα, εν κατακλείδι, είναι το τραπεζικό σύστημα. Η Αθήνα υποστηρίζει ότι ο κλάδος χειμάζεται από πελατειακές σχέσεις, αλλά κι εκείνη σήμερα εξακολουθεί να αναμειγνύεται. Η κυβέρνηση επιδιώκει να συστήσει «κακή τράπεζα» για ορισμένα από τα υψηλότατα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του κλάδου. Οσο άριστη ιδέα κι αν είναι, μπορεί να επιτείνει τις πελατειακές σχέσεις. Η Αθήνα αποφεύγει την αντιπαράθεση με τους πιστωτές, αλλά δεν θα μπορέσει να την αναβάλει επί μακρόν.