Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Ανάλυση για την αναδιάρθρωση του χρέους


Η αναδιάρθρωση του χρέους
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Παρά τη σκληρή διαπραγμάτευση που έλαβε χώρα στο Eurogroup μεταξύ της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης και των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης και τη συμφωνία για την παράταση της δανειακής σύμβασης επί τέσσερις μήνες, δεν βρέθηκε λύση για το δύσκολο πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Και όμως η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και οι συνεχιζόμενες διαρθρωτικές ανισορροπίες στην Ευρωζώνη παραμένουν επείγοντα ζητήματα. Το δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο και είναι αναγκαία μια σημαντική αναδιάρθρωσή του προκειμένου να αρχίσει εκ νέου να αναπτύσσεται η οικονομία. Η σαρωτική διαγραφή του χρέους της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου οικονομικής και πολιτικής ανοικοδόμησης της Γερμανίας και της Ευρώπης– μας προσφέρει χρήσιμα διδάγματα για το πώς μπορούμε να προχωρήσουμε με ένα ευρύτερο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της εγχώριας οικονομικής κακοδαιμονίας της Ελλάδας αλλά και των διαρθρωτικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη.
Η επέκταση των υφιστάμενων πολιτικών που θέτουν στο στόχαστρό τους τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, με σκοπό τη βιωσιμότητα του χρέους θα οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση ή σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Είναι προφανές για όλους και προπαντός για τις χρηματαγορές ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Δεν το βλέπουν μόνον οι επίσημες ευρωπαϊκές ελίτ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αβεβαιότητα που αποτρέπει την ανάκαμψη της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας. Επιπλέον πολύτιμοι πόροι, όπως η εργασία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δώσει τέλος στην ύφεση των τελευταίων πέντε ετών και να οδηγήσει στην ανάκαμψη, θυσιάζονται για την εξυπηρέτηση αυτού του προφανώς μη βιώσιμου χρέους. Παρά τη μείωση των επιτοκίων που καταβάλλει η Ελλάδα στους ομολογιούχους της τα τελευταία τρία χρόνια, οι πληρωμές παραμένουν πολύ υψηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να απορροφούν σημαντικό τμήμα των πόρων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με επωφελή τρόπο αν διοχετεύονταν σε δημόσια επενδυτικά προγράμματα.
Οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του ΔΝΤ για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, των εξαγωγών και των επενδύσεων στην Ελλάδα δεν συνάδουν με την υποχρέωση της Ελλάδας να παρουσιάσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Δεδομένης της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και των συνθηκών που επικρατούν στην Ευρώπη αλλά και στην παγκόσμια οικονομία, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς από πού θα προέλθει η ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν μέχρι προσφάτως διψήφιος και αρνητικός, ενώ τα τελευταία στοιχεία καταδεικνύουν αρνητική ανάπτυξη -3,3% τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2014 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι εξαγωγές φαίνονται περισσότερες τα τελευταία πέντε χρόνια οφείλεται στην ύφεση, δηλαδή κυρίως στη μείωση των εισαγωγών παρά σε σημαντική αύξηση των εξαγωγών.
Δεν δικαιολογείται μια συνέχεια της ίδιας πολιτικής ούτε ηθικά ούτε από πρακτικής απόψεως και δεν έχει υπάρξει ιστορικά κανένα παράδειγμα χώρας που να επέτυχε να αποπληρώσει τέτοιο χρέος. Σε τελική ανάλυση, το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ευρωζώνης. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τη στιγμή που συνήφθη η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και υιοθετήθηκε το ευρώ το 2001, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό αρνητικά τον εξωτερικό τομέα της ελληνικής οικονομίας και οδήγησαν σε σταδιακή αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυτής της περιόδου καταδεικνύουν ότι επιδεινωνόταν η θέση της Ελλάδας, ενώ η κυβέρνηση προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την οικονομία.
Ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως η Γερμανία, που εναντιώνεται πεισματικά σε κάθε προσπάθεια αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, επωφελήθηκε από μια από τις λίγες τόσο βαθιές αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ιστορία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αναδιάρθρωση αυτή υπήρξε καίριος παράγοντας που οδήγησε στο «γερμανικό οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής περιόδου. Επιπλέον η σαρωτική διαγραφή του χρέους της αποτέλεσε τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου ανοικοδόμησης της Ευρώπης, στο οποίο εντασσόταν και η ίδρυση θεσμών, όπως ο ΟΟΣΑ και ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, που προώθησαν τη συνεργασία μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών. Υπό αυτήν την έννοια, το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα και η στιβαρή ανάπτυξη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών δεν ήταν αποτέλεσμα αφηρημένων δυνάμεων της αγοράς. Αντιθέτως βασίσθηκαν σε πολύ συγκεκριμένο και λεπτομερή σχεδιασμό.
Μολονότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε ιστορικές αναλογίες, η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης και ιδιαιτέρως η διαγραφή γερμανικού χρέους αποτελούν υπόδειγμα για την τρέχουσα κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η Ελλάδα χρειάζεται μια τολμηρή διαγραφή του δημόσιου χρέους της. Οι εξελίξεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καταδεικνύουν πως η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη διευθέτηση της κρίσης στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οπως συνέβη στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, η αναδιάρθρωση πρέπει να αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας και κυρίως των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ευρωζώνης στο σύνολό της.

* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής στο Bard College. Ο κ. Μιχάλης Νικηφόρος είναι ερευνητής στο Levy Economics Institute της Νέας Υόρκης.