Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Εξαιρετικός Στ. Κασιμάτης για την εκδίκηση της «καλής» βίας


Η εκδίκηση της «καλής» βίας
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Εχω πια αγανακτήσει με αυτά τα παλιόπαιδα! Πόσοι ήσαν αυτοί που εισέβαλαν προχθές στο Πολυτεχνείο, για να πετάνε από εκεί τις μολότοφ στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα; Κάπου τριάντα με σαράντα άτομα, όπως είπε και ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη ― και τον πιστεύω, διότι μπορεί να είναι καλύτερα πληροφορημένος από οποιονδήποτε άλλον. Και πόσοι είναι, παρακαλώ, οι φοιτητές του Πολυτεχνείου; Ακριβή αριθμό δεν γνωρίζω, αλλά δεν θα είναι τουλάχιστον 3.000; Πάντως, είναι κατά πολύ περισσότεροι των καταληψιών.
Γιατί, λοιπόν, δεν «αυτοοργανώθηκαν» καμιά τρακοσαριά από αυτούς, ώστε να πάνε στο πανεπιστήμιό τους, να ρίξουν ένα χεράκι στους εισβολείς και να τους πετάξουν έξω; Γι’ αυτό σας λέω: έχω αγανακτήσει με τα παλιόπαιδα και δεν εννοώ τους αναρχικούς καταληψίες, αλλά τους φοιτητές. Αυτοί το ανέχονται και -γιατί όχι;- αυτοί το επιτρέπουν. Εννοώ τους πραγματικούς φοιτητές του Πολυτεχνείου, αυτούς που παρακολουθούν τις σπουδές τους με αφοσίωση. Αυτοί φταίνε για τα προχθεσινά αίσχη στο Πολυτεχνείο και να το ξέρουν!
Αν δεν γελάτε με τα παραπάνω, τότε σίγουρα πρέπει να σκέπτεσθε κάτι περίπου σαν αυτό: «Τι έπαθε πάλι αυτός και γράφει τέτοιες αρλούμπες». Σας βεβαιώ, για λογαριασμό του, ότι αυτός δεν έπαθε τίποτα. Απλώς, με αφορμή τα προχθεσινά, εφαρμόζω τη λογική ή, μάλλον, την αντιστροφή της λογικής, που εισήγαγε πρώτος ο υπουργός Γιάννης Πανούσης, για να δικαιολογήσει την αδράνεια της αστυνομίας, όταν ξεκίνησε το κύμα των καταλήψεων με τη Νομική.
Αν αυτά που έλεγε τότε ο υπουργός («επτά άνθρωποι είναι μέσα στη Νομική, δεν μπορούν να πάνε οι φοιτητές να τους βγάλουν;») τα θεωρούμε λογικά, τότε σήμερα δικαιολογούμεθα να κακίζουμε τα πρώτα θύματα των καταλήψεων, δηλαδή τους σωστούς φοιτητές, ως τους πραγματικούς υπεύθυνους για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο προχθές. Φυσικά, ο καθένας μας, εφόσον διαθέτει την κοινή λογική, καταλαβαίνει ότι ένας παρόμοιος ισχυρισμός είναι κωμικός. (Αλλωστε, η αντιστροφή της κοινώς αποδεκτής πραγματικότητας ή και της λογικής είναι ένας από τους πολλούς τρόπους της κωμωδίας. Το διδάσκουν οι μόνοι μαρξισταί με τους οποίους συμφωνώ απολύτως: οι αδελφοί Μαρξ).
Δεν είναι σκοπός μου, όμως, ούτε να κακίσω τον υπουργό ― τι θα βγει άλλωστε από κάτι τέτοιο; Θέλω μόνο να περιγράψω τη σύγχυσή του και, αν τα καταφέρω, να υποδείξω μία από τις αιτίες της. Είναι προφανές ότι ο Γ. Πανούσης αντιλαμβάνεται τον παραλογισμό της κατάστασης. Μην ξεχνάμε ότι τον έχει υποστεί κιόλας στο κεφάλι του, με τη μορφή χειροδικιών από αναρχικούς μέσα στο πανεπιστήμιο. Επίσης, μόλις προσφάτως, υπουργός ων, δημοσιοποίησε με επιστολή του σε εφημερίδα τις αντιρρήσεις του στην πολιτική της ανοχής που ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι αυτών των μορφών βίας.
Εξίσου βέβαιο, όμως, είναι ότι ο Γ. Πανούσης δεν μπορεί. Το δείχνει η μάταια προσπάθειά του να παρουσιάσει το ημιανεξάρτητο κρατίδιο των Εξαρχείων ως «κοινωνικό θέμα», «κληρονομιά της Μεταπολίτευσης», ακόμη και ως «πολιτιστικό φαινόμενο» (!), δηλαδή ως ζήτημα που εκ της φύσεως του υπερβαίνει τη δικαιοδοσία της αστυνομίας.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των Εξαρχείων ως χώρου φιλόξενου σε κάθε είδους αναρχικές και ελευθεριακές αντιλήψεις. Το πρόβλημα είναι ότι ο χαρακτήρας των Εξαρχείων, όπως τελικά βλέπουμε να τον αναγνωρίζει και τον σέβεται το ελληνικό κράτος, περιλαμβάνει και το δικαίωμα κάποιου να σου καίει το αυτοκίνητο και να μην αντιμετωπίζει συνέπειες, επειδή φοράει μια κουκούλα και φέρει την ασυλία του αναρχικού.
Αυτό δεν είναι «πολιτιστικό φαινόμενο». Δεν είναι καν φολκλόρ - έστω και αν «συμβαίνει τα τελευταία σαράντα χρόνια», όπως χαρακτηριστικά είπε ο υπουργός για το πολιτιστικό φαινόμενο των Εξαρχείων. Αυτό ισοδυναμεί με νομιμοποίηση ενός συγκεκριμένου τύπου βίας, που ασκείται από συγκεκριμένη ομάδα εις βάρος όλων των άλλων ανεξαιρέτως. Είναι ένα ρήγμα στο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο όσο μένει μεγαλώνει.
Η πείρα των τελευταίων χρόνων έχει δείξει ότι αυτή η χρόνια πληγή στην αξιοπιστία της έννομης τάξης αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά μόνο με έναν τρόπο: τη συστηματική αστυνομική καταστολή, όσο και αν ο όρος είναι απεχθής στους κρατούντες. Τον είδαμε αυτό τον τρόπο να εφαρμόζεται επί υπουργίας Δένδια και εν συνεχεία με τον Κικίλια: η διαφορά ήταν αισθητή στην πόλη και για μεγάλο διάστημα.
Ωσπου ήλθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις ιδεολογικές προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του, για να αρχίσει να ξηλώνει την προσαρμογή με τα διεθνή δεδομένα, που είχε γίνει με τόσο κόπο στο σύστημα εσωτερικής ασφαλείας της χώρας τα τελευταία χρόνια. Φωτογραφικές διατάξεις ετοιμάζονται για δολοφόνους-τρομοκράτες, βουλευτές ασκούν πιέσεις για κατάργηση του κουκουλονόμου και των διατάξεων για το DNA, η κ. Λέβα με τις φίλες της μιλάνε «πολιτισμένα» με τον Κουφοντίνα κ.λπ.
Και τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται από τη θέση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την «καλή» βία που τόσο καιρό δικαιολογούσε ευθέως ή πλαγίως ως αντιπολίτευση. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τα νεύρα του Γ. Πανούση. Δικαιολογημένος και ο υπουργός Δικαιοσύνης όταν αρνείται ότι η διάταξη είναι φωτογραφική και την ίδια στιγμή μας περιγράφει με τον λόγο τη φωτογραφία. Εχουν μπροστά τους το τέρας που δημιούργησαν.
Για να μαθαίνει
Γιατί ο Πούτιν έστησε επί σαράντα λεπτά τον υψηλό προσκεκλημένο του, χθες στο Κρεμλίνο; Αν δεν καθυστέρησε επειδή έμπλεξε με τα ζητήματα της καθημερινότητας (π.χ., πυροβολούσε έναν τάρανδο, πάλευε με μια αρκούδα, έπινε το αίμα ενός λύκου ή, απλώς, έκανε το πρόγραμμά του στους κοιλιακούς...), τότε μόνο μία απάντηση υπάρχει. Ο Πούτιν είναι έμπειρος και έχει κρίση. Κατάλαβε, με τη μία, ότι ο Τσίπρας είναι «ψάρακας» και τα μυαλά του εύκολα μπορούν να πάρουν αέρα και μάλιστα όταν η επίσκεψή του στο Κρεμλίνο γίνεται πρώτο θέμα στη διεθνή επικαιρότητα. Του έριξε, λοιπόν, μια ξεγυρισμένη σαραντάλεπτη, ώστε να καταλάβει ο επισκέπτης ποιος είναι ο πρωταγωνιστής του διεθνούς σόου. Του το έκανε για να μαθαίνει...


(Στην φωτογραφία : Η τρίτη ηλικία δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε: ο ένας με λαχανί πουκάμισο, ο άλλος με ξανθό μαλλί. Πού πάει αυτός ο κόσμος;)