Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ανάλυση για το ακραίο και παράλογο «λουκέτο» στις ΗΠΑ λόγω της αδιαλλαξίας των Ρεπουμπλικανών


Ενα ακραίο και παράλογο «λουκέτο» στις ΗΠΑ
Τι κρύβεται πίσω από την αδιαλλαξία των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο
Του Γιάννη Παλαιολόγου
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Ο Ρίτσαρντ Νίξον, που μοιάζει επικίνδυνα προοδευτικός στα μάτια των σημερινών Ρεπουμπλικανών, το αποκαλούσε «θεωρία του παράφρονος»: τη διαρροή πληροφοριών στους αντάρτες του Βορείου Βιετνάμ ότι ήταν διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε για να σταματήσει ο πόλεμος, μέχρι και χρήση πυρηνικών, ώστε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο και να τον υποχρεώσει σε υποχωρητική στάση στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Στον πόλεμο μεταξύ των Ρεπουμπλικανών του Κογκρέσου (κυρίως της Βουλής των Αντιπροσώπων) και του Μπαράκ Ομπάμα, που σε λίγους μήνες θα συμπληρώσει τον πέμπτο του χρόνο, η συμπεριφορά της συντηρητικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος -των οπαδών του κινήματος του Tea Party- συχνά μοιάζει να δρα υπό την επήρειας της «θεωρίας του παράφρονος». Η λυσσαλέα αντίστασή τους κατά της εφαρμογής του μεταρρύθμισης του κλάδου υγείας, που ψηφίστηκε το 2010 (χωρίς καμία ψήφο Ρεπουμπλικανού στο Κογκρέσο) και επιβίωσε της προσφυγής εναντίον της στο ανώτατο δικαστήριο αλλά και των προεκλογικών επιθέσεων του επιτελείου Ρόμνεϊ το 2012, οδήγησε την περασμένη εβδομάδα στην πρώτη διακοπή λειτουργίας (shutdown) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης μετά το 1996. Νωρίτερα, κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα το καλοκαίρι του 2011, οι βουλευτές που πρόσκεινται στο Tea Party είχαν σπρώξει τις ΗΠΑ ένα βήμα από τη στάση πληρωμών, αρνούμενοι να ψηφίσουν υπέρ της αύξησης του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους αν ο Λευκός Οίκος δεν συμφωνούσε σε δραστικές περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, το Κογκρέσο καλείται εκ νέου να αυξήσει το όριο αυτό. Οι σκληροπυρηνικοί συντηρητικοί δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι θα ψηφίσουν υπέρ.
Η «παραφροσύνη» της στάσης έγκειται στο ότι οι αρνητικές της επιπτώσεις, για την αμερικανική οικονομία και πολιτικά για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, είναι βαριές – στη δεύτερη περίπτωση ακόμα και χωρίς την υλοποίηση των απειλών. Αυτό ήταν και το δίδαγμα του διπλού shutdown το 1995-6, όταν ο Δημοκρατικός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε συγκρουστεί με τον Νιουτ Γκίνγκριτς, τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, για τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού. Ο Κλίντον, που είχε κάνει σημαντικές υποχωρήσεις απέναντι στους «επαναστάτες» του Γκίνγκριτς, κέρδισε τη μάχη των εντυπώσεων και χρησιμοποίησε το επεισόδιο υπέρ του στη νικηφόρο εκστρατεία για την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 1996. Δύο χρόνια αργότερα, πέτυχε τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, σε πολύ μεγάλο βαθμό με τους δικούς του όρους.
Ωστόσο, από μια άλλη οπτική, η συμπεριφορά των Ρεπουμπλικανών βουλευτών είναι απολύτως ορθολογική, με τη στενή εγωιστική έννοια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Cook Political Report, του έγκυρου ενημερωτικού δελτίου για καθετί που αφορά εκλογές στις ΗΠΑ, από τις 232 έδρες που κατέχουν οι Ρεπουμπλικανοί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι 205 είναι ασφαλείς. Με την πιο πρόσφατη επαναχάραξη των εκλογικών περιφερειών μετά την απογραφή του 2010, με τον συνήθη σκοπό της κομματικής ομογενοποίησής τους, η συντριπτική πλειοψηφία των εν ενεργεία Ρεπουμπλικανών βουλευτών δεν ανησυχεί για τους Δημοκρατικούς της αντιπάλους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ικανοποιούν τη βάση και τους ακτιβιστές του κόμματός τους, ώστε να μην προτιμήσουν κάποιον πιο ανόθευτα συντηρητικό υποψήφιο στις προκριματικές εκλογές για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα. Από αυτή την άποψη, μπορεί η στάση τους στην Ουάσινγκτον να είναι επιζήμια τόσο για το κόμμα σε εθνικό επίπεδο όσο και για το εθνικό συμφέρον, αλλά ενισχύει τις πιθανότητες επανεκλογής.
Ο Γιάκομπ Φανκ Κίρκεγκααρντ του Petersen Institute of International Economics, που πρόσφατα έγραψε ένα σημείωμα συγκρίνοντας τις δυσλειτουργίες του ιταλικού και του αμερικανικού πολιτικού συστήματος (της «παλαιάς» και της «νέας» Ρώμης), μιλώντας στην «Κ» σημειώνει έναν επιπλέον λόγο για την ακραία συμπεριφορά των Ρεπουμπλικανών της Βουλής: «Δεν αναγνωρίζουν την έννοια της διαιρεμένης κυβέρνησης, που εξ ορισμού απαιτεί συμβιβασμούς για να λειτουργήσει. Θεωρούν ότι, ως αντικρατιστές, έχουν λιγότερα να χάσουν από τη διακοπή δημόσιων υπηρεσιών, και άρα ότι απειλώντας να μην τις χρηματοδοτήσουν, θα αναγκάσουν τους Δημοκρατικούς να ενδώσουν».
Την προηγούμενη φορά, οι Δημοκρατικοί δεν ενέδωσαν και οι Ρεπουμπλικανοί πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Τίποτα δεν δείχνει ότι το τρέχον επεισόδιο θα έχει διαφορετική πολιτική κατάληξη. Σε δημοσκόπηση του ABC και της Washington Post την περασμένη Δευτέρα, το 63% των ερωτηθέντων αποδοκίμαζε τη στάση των Ρεπουμπλικανών στις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που μετέδωσε την ίδια ημέρα το CNN, το 69% πιστεύει ότι οι Ρεπουμπλικανοί συμπεριφέρονται σαν «κακομαθημένα παιδιά», έναντι 47% που χαρακτηρίζει έτσι τον Ομπάμα.
Σκληρό πόκερ και για την αύξηση του ορίου του χρέους
Οι οικονομικές συνέπειες της μερικής διακοπής λειτουργίας της κυβέρνησης εξαρτώνται από τη διάρκειά της. Η Goldman Sachs προβλέπει ότι αν διαρκέσει μία εβδομάδα, θα μειώσει τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας για το 2013 κατά 0,3%. Η επιβράδυνση αυτή θα οφείλεται κυρίως στη μη καταβολή μισθών στους άνω των 800.000 δημοσίους υπαλλήλους που πήραν αναγκαστική άδεια άνευ αποδοχών (εξαιρούνται οι «βασικές υπηρεσίες» – ο στρατός, πληρωμές κοινωνικής ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.ο.κ.).
Ωστόσο, σε αντίθεση με το 1995-6, όταν η αμερικανική οικονομία κάλπαζε, η ανάκαμψη μετά την ύφεση του 2007-9 παραμένει εύθραυστη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η αδυναμία και άλλα συγκριτικά στοιχεία των δύο περιόδων έχουν οδηγήσει πολλούς οικονομολόγους να εκφράζουν φόβους ότι η τρέχουσα αναστολή κρατικών υπηρεσιών, αν διαρκέσει αντίστοιχα πολλές μέρες, θα είναι πολύ πιο επώδυνη. Για παράδειγμα, παρατηρούν ότι παρότι σε παλαιότερες περιπτώσεις διακοπής λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών, όταν επιτυγχάνετο συμφωνία για τη χρηματοδότηση του κράτους, οι υπάλληλοι που είχαν σταλεί σπίτι τους πληρώνονταν για την περίοδο της άδειας άνευ αποδοχών, κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δύσκολο στην τρέχουσα συγκυρία (οι συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί της Βουλής δύσκολα θα το αποδεχθούν). Επιπλέον, η Federal Reserve είχε στηρίξει την οικονομία με δύο διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων μετά το διπλό shutdown του 1995-6, κάτι που δεν έχει σήμερα τη δυνατότητα να κάνει (η απροσδόκητη απόφαση για μη αποκλιμάκωση της ποσοτικής χαλάρωσης στα μέσα Σεπτεμβρίου θεωρείται πάντως ότι αντανακλά τις ανησυχίες της Fed για το νέο δημοσιονομικό αδιέξοδο).
Η μεγαλύτερη ανησυχία την οποία γεννά η αναστολή κυβερνητικής λειτουργίας αφορά τα δυσοίωνα μηνύματα που στέλνει για την επόμενη κρίσιμη δημοσιονομική διαπραγμάτευση, για το όριο χρέους.
Η νομοθετική αύξηση του επιτρεπόμενου ύψους του δημοσίου χρέους (που σήμερα είναι 16,7 τρισ. δολάρια), ως τις 17 Οκτωβρίου, είναι αναγκαία ώστε να μην αθετήσει το αμερικανικό Δημόσιο τις υποχρεώσεις του προς τους ομολογιούχους. Η σχετική ψηφοφορία, από το 1917, όταν θεσπίστηκε για πρώτη φορά όριο χρέους, έως το πρόσφατο παρελθόν, ήταν υπόθεση ρουτίνας (το όριο έχει αυξηθεί 78 φορές από το 1962). Πριν δύο χρόνια όμως, οι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες έδειξαν ότι είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν το αξιόχρεο των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να υποχρεώσουν το πρόεδρο Ομπάμα να υιοθετήσει τα σκληροπυρηνικά τους οράματα για συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας.
Στάση πληρωμών
Σύμφωνα με τον Νταγκ Έλμεντορφ, επικεφαλής του ανεξάρτητου Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, «η στάση πληρωμών σε οποιαδήποτε υποχρέωση της κυβέρνησης των ΗΠΑ θα αποτελούσε επικίνδυνο ρίσκο.» O Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ εξηγεί σε τι συνίσταται το ρίσκο αυτό: «Θα είναι ένα βαρύτατο πλήγμα στην αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών και για την ‘ήπια ισχύ’ της – ποιος θα παίρνει μία τέτοια κυβέρνηση στα σοβαρά;» Όπως συμπληρώνει περαιτέρω ο Δανός αναλυτής, όσο περισσότερο καθυστερήσει η αναγκαία ψηφοφορία, τόσο πιο ουσιώδεις θα είναι οι μακροοικονομικές συνέπειες. Υπενθυμίζεται ότι λίγες μέρες μετά τη λήξη του θρίλερ των διαπραγματεύσεων για το όριο χρέους το καλοκαίρι του 2011, η Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ, επικαλούμενη «την άποψή μας ότι η αποτελεσματικότητα, η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα της κατάρτισης πολιτικής και των πολιτικών θεσμών στις ΗΠΑ έχουν αποδυναμωθεί σε μία περίοδο συνεχιζόμενων δημοσιονομικών και οικονομικών προκλήσεων» σε σημαντικό βαθμό.
Δεδομένων των κατακλυσμικών οικονομικών συνεπειών που θα είχε η μη έγκριση της αύξηση του ορίου χρέους, και των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα επωμίζονταν το συντριπτικό μερίδιο της ευθύνης, ορισμένοι παρατηρητές είναι αισιόδοξοι. Επιμένουν ότι το αδιέξοδο που οδήγησε στη διακοπή λειτουργίας της κυβέρνησης θα γεννήσει, μέσω υποχωρήσεων των συντηρητικών, τη διέξοδο, τόσο για την άμεση χρηματοδότηση του κράτους όσο και για το όριο χρέους. Το σίγουρο είναι ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν μπορεί να σέρνεται από τη μία δημοσιονομική κρίση στην άλλη κάθε λίγους μήνες, χωρίς τελικά κάποια στιγμή να υποστεί σοβαρούς κλυδωνισμούς.
Ιστορίες για... χρεοκοπίες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κηρύξει ποτέ στάση πληρωμών. Ωστόσο, τρεις φορές στην ιστορία τους έχουν αθετήσει ανειλημμένες υποχρεώσεις τους, αλλάζοντας μονομερώς τους όρους τους. Η πρώτη ήλθε στα πρώτα χρόνια του νέου ομοσπονδιακού κράτους, το 1790, όταν ανέλαβε τα χρέη που είχαν συσσωρεύσει οι πολιτείες στον πόλεμο κατά της Αγγλίας, τα οποία είτε αδυνατούσαν είτε δεν επιθυμούσαν να αποπληρώσουν. Ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και εκ των ιδρυτικών πατέρων της χώρας, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, αποφάσισε τότε να αναστείλει την πληρωμή τόκων επί των χρεών αυτών έως το 1801. Ο σχετικός νόμος, «Περί χρηματοδότησης», θεωρείται ο χρηματοοικονομικός θεμέλιος λίθος του νέου κράτους.
Σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, εν μέσω Μεγάλης Υφεσης, ο νεοεκλεγείς Φραγκλίνος Ρούζβελτ προώθησε και το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που καταργούσε το δικαίωμα κατόχων ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου να πληρωθούν σε χρυσό. Ο Ρούζβελτ ήθελε να υποτιμήσει το δολάριο έναντι του χρυσού και θεωρούσε ότι οι σχετικές διατάξεις που συμπεριλαμβάνονταν στα συμβόλαια των ομολόγων θα περιέπλεκαν την προσπάθειά του.
Τέλος, η απόφαση του Ρίτσαρντ Νίξον το 1971 να καταργήσει τη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό (στα 35 δολάρια η ουγγιά), όπως είχε καθοριστεί από το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς, αποτελεί κι αυτή μία μονομερή αλλαγή των υποχρεώσεων του αμερικανικού κράτους. Η κίνηση του Νίξον ήταν μια αντίδραση στις πιέσεις που δεχόταν το δολάριο λόγω της αλλαγής της ισορροπίας οικονομικής δύναμης διεθνώς, εξαιτίας της οποίας τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ είχαν συρρικνωθεί επικίνδυνα.