Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Η ανάλυση του Foreign Affairs για την άνοδο των αναμορφωτών της Κίνας


Η άνοδος των αναμορφωτών της Κίνας
Αλλαγές στις οποίες μπορούμε να πιστέψουμε
Evan A. Feigenbaum και Damien Ma
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Με την πολιτική μετάβαση της Κίνας πλέον να έχει ολοκληρωθεί, η χώρα - και η παγκόσμια οικονομία - έχει μείνει με ένα πιεστικό ερώτημα: Έχει η νέα ομάδα στο Πεκίνο το όραμα και την πολιτική βούληση να αναβιώσει τις βραδυπορούσες αλλά καθοριστικής σημασίας μεταρρυθμίσεις;
Λίγοι παρατηρητές είναι αισιόδοξοι για την απάντηση.
Μια ολοένα αυξανόμενη χορωδία απαισιόδοξων στην Κίνα και αλλού, έχει ενωθεί γύρω από τρία κεντρικά επιχειρήματα. Η πρώτη ομάδα, που την αποκαλούν οι «οικονομικοί κυνικοί», υποστηρίζει ότι ο πήχης για μεταρρυθμίσεις είναι πάρα πολύ υψηλά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένα βασικά οικονομικά προβλήματα, όπως η φούσκα των ακινήτων, έχουν επιδεινωθεί ακριβώς την στιγμή που η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχει επιβραδυνθεί. Η παραδοσιακή λύση των Κινέζων αξιωματούχων στις οικονομικές επιβραδύνσεις – η επιτάχυνση των εξαγωγών - έχει γίνει πιο δύσκολη υπό το πρίσμα της μείωσης της ζήτησης στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες.
Επιπλέον, οι απαισιόδοξοι υποστηρίζουν, ακόμη και αν οι νέοι ηγέτες της Κίνας θέλουν να πραγματοποιήσουν τολμηρές μεταρρυθμίσεις, τα οικονομικά προβλήματα έχουν γίνει τόσο σοβαρά, που θα συντρίψουν την ικανότητα της νέας ομάδας να επιτύχει συναίνεση γύρω από μια νέα προσέγγιση. Σύμφωνα με την Εθνική Ελεγκτική Υπηρεσία της Κίνας, για παράδειγμα, οι επαρχιακές, νομαρχιακές και δημοτικές αρχές είναι χρεωμένες περίπου με 11 τρισεκατομμύρια γουάν (1.800 δισεκατομμύρια δολάρια). Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ακόμα γύρο έκρηξης επισφαλών δανείων που θα περιορίσει τον τραπεζικό τομέα και θα αποτρέψει τις μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η δεύτερη ομάδα, που αποκαλείται «κοινωνικοί καταστροφολόγοι», υποστηρίζει ότι η κακή πολιτική και η κακή διακυβέρνηση τροφοδοτούν την άνευ προηγουμένου κοινωνική αναταραχή - με περισσότερες από 100.000 διαμαρτυρίες να πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Αυτή η ομάδα επιμένει ότι καθώς η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας είναι η ύψιστη προτεραιότητα του Πεκίνου, η κυβέρνηση θα αποφύγει μεταρρυθμίσεις που διακινδυνεύουν μια βραχυπρόθεσμη οικονομική αποδιάρθρωση και θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Σύμφωνα με αυτήν την ομάδα, οι ηγέτες της Κίνας βρίσκονται σε δύσκολη θέση: αν πραγματοποιήσουν πολλές μεταρρυθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες σε περισσότερες διαμαρτυρίες. Αλλά αν κάνουν λίγες μεταρρυθμίσεις, κινδυνεύουν να αφήσουν άθικτα τα βαθύτερα αίτια της αναταραχής. Τα δύο παραδείγματα που αναφέρονται συχνά σχετικά με αυτό το δίλημμα είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και οι κατασχέσεις γης από τοπικούς αξιωματούχους, που υπήρξαν οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους όλο και περισσότεροι Κινέζοι έχουν βγει στους δρόμους. Ωστόσο, οι τοπικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην οικονομική ανάπτυξη με κάθε κόστος και όχι στον καθαρισμό της περιβαλλοντικής επίπτωσης της ανάπτυξης αυτής. Αν το Πεκίνο δεν μεταβιβάσει ανεξάρτητες φορολογικές εξουσίες στις επαρχιακές και δημοτικές Αρχές - μια πολύ δύσκολη μεταρρύθμιση σε κάθε περίπτωση - και δεν αλλάξει τα πολιτικά κίνητρα που θέτουν την ανάπτυξη πάνω από όλους τους άλλους στόχους, οι τοπικοί αξιωματούχοι θα συνεχίσουν να κατάσχουν και να πουλούν την γη σε εργολάβους για να αυξάνουν τα έσοδα των οργανισμών των οποίων προΐστανται. Έτσι, βάσει αυτού του σεναρίου, η ομάδα των «κοινωνικών καταστροφολόγων» επιμένει ότι η πολιτική επιφυλακτικότητα θα περιορίσει τις επιλογές της νέας ηγεσίας για μεταρρυθμίσεις.
Η τελευταία ομάδα, που την αποκαλούν «πολιτικοί σκεπτικιστές», αμφισβητεί την αποφασιστικότητα της νέας ηγεσίας να ξεπεράσει ισχυρά συμφέροντα που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις, ιδίως μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων της Κίνας. Αυτοί οι ισχυροί εταιρικοί παίκτες, λέει το επιχείρημά τους, θα εμποδίσουν τους καλοπροαίρετους στόχους της ηγεσίας για ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, υπερνικώντας τις προσπάθειες να εξαναγκαστούν οι κρατικές επιχειρήσεις να πληρώνουν περισσότερα μερίσματα που θα μπορούν να ανακατανεμηθούν σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.
Κανένα από αυτά τα τρία στρατόπεδα δεν είναι εντελώς λάθος. Κάθε ένα περιγράφει μια συγκεκριμένη πτυχή των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τώρα οι νέοι ηγέτες της Κίνας. Αλλά η απαισιοδοξία τους αγνοεί ένα κεντρικό δίδαγμα της πρόσφατης ιστορίας της Κίνας - το οποίο αναμφίβολα αντηχεί τουλάχιστον σε ορισμένα μέλη της νέας πολιτικής ομάδας: η μεταρρύθμιση είναι δυνατή όταν ο σωστός συνδυασμός των συνθηκών εμφανίζεται την σωστή στιγμή.
Πράγματι, η Κίνα είχε σημαντικές εκρήξεις οικονομικών μεταρρυθμίσεων κατά το παρελθόν, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας του Zhu Rongji. Εκείνη η εποχή απέδειξε ότι οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές όταν υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις: μια κρίση πολιτικής αξιοπιστίας εσωτερικά, ευπάθεια από μια οικονομική ή χρηματοπιστωτική κρίση στο εξωτερικό, καθώς και μια ηγεσία με επαρκή κατανόηση και αναγνώριση της ανάγκης για αλλαγή.
Σήμερα, το Πεκίνο αντιμετωπίζει τεράστια εμπόδια και οι δυνάμεις που τάσσονται κατά της μεταρρύθμισης είναι πολλές και εδραιωμένες. Όμως, κάθε μια από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι και πάλι παρούσα στην Κίνα, ενδεχομένως ενισχύοντας τις προοπτικές για πραγματική και διαρκή οικονομική αλλαγή.
ΚΡΙΣΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ
Σκεφτείτε την πρώτη προϋπόθεση: η κρίση της εγχώριας πολιτικής νομιμοποίησης. Στις αρχές του 1990, το Πεκίνο αντιμετώπισε μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες από πλευράς λαϊκής υποστήριξης, καθώς προσπαθούσε να ανακάμψει από μια σειρά από πολιτικές προκλήσεις στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) κατά την διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1980. Εκείνη την εποχή, το Πεκίνο ήταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής κρίσης και μιας κρίσης εσόδων, καθώς η μείωση των φορολογικών εσόδων από επαρχίες και πόλεις άφησε την κεντρική κυβέρνηση με άδεια ταμεία.
Καθ΄ όλη την δεκαετία του 1980, ιλιγγιώδεις αλλαγές απομάκρυναν την χώρα από τα κυριότερα στοιχεία του κεντρικού σχεδιασμού προς την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης των τιμών. Αυτές οι αλλαγές προκάλεσαν ένα κύμα πληθωριστικών πιέσεων και μια ανεξέλεγκτη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία κορυφώθηκε με τις διαμαρτυρίες του 1989.
Στον απόηχο της πολιτικής αναταραχής, οι μεταρρυθμίσεις είχαν αναβληθεί για λίγο προτού αναβιώσουν το 1992, καθώς το Πεκίνο επιδίωκε να αποκαταστήσει την οικονομική δυναμική και να κερδίσει πάλι την λαϊκή υποστήριξη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ένας ικανός πρωθυπουργός, ο Zhu, είχε ξεκινήσει την αναδιάρθρωση του αδύναμου και δυσκίνητου κρατικού τομέα της Κίνας και την μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, παρά τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες της απόλυσης εκατομμυρίων Κινέζων δημοσίων υπαλλήλων.
Η περίοδος αυτή είναι διδακτική γιατί η σημερινή κινεζική ηγεσία - υπό την πίεση των αυξημένων προσδοκιών, της κοινωνικής αποδιάρθρωσης και της λαϊκής δυσαρέσκειας - βρίσκεται και πάλι σε θέση να προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα αξιοπιστίας με τους Κινέζους πολίτες. Και η νέα ηγετική ομάδα, αν μη τι άλλο ο νέος πρόεδρος Xi Jinping, αναγνώρισε δημόσια ότι το διακύβευμα είναι υψηλό. Με την επιδείνωση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας, την αβυσσαλέα έλλειψη ασφάλειας στα τρόφιμα, την διαφθορά και την αύξηση των προσδοκιών της μεσαίας τάξης, η κινεζική διακυβέρνηση δοκιμάζεται με πρωτοφανείς τρόπους. Και δεδομένου ότι η απλή εξασφάλιση της ανάπτυξης δεν είναι πλέον επαρκής για να εξασφαλίσει την εντολή στην κυβέρνηση, η ηγεσία έχει έναν καλό λόγο για να δει τις μεταρρυθμίσεις ως μέσο αντιμετώπισης των κοινωνικών διαχωρισμών και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας που καθοδήγησε τις μεταρρυθμίσεις της Κίνας στην δεκαετία του 1990 περιλαμβάνει τα επακόλουθα της ασιατικής οικονομικής κρίσης της περιόδου 1997 - 1998, η οποία εξέθεσε την εγγενή τρωτότητα της κινεζικής οικονομίας σε τέτοιες κρίσεις. Ο Zhu και άλλοι κινέζοι ηγέτες εκμεταλλεύθηκαν την κρίση για να οδηγήσουν την Κίνα προς τον από μακρού χρόνου στόχο της ένταξης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Πίεσαν επιτυχώς για ένα αξιόπιστο πακέτο μεταρρυθμίσεων που προετοίμασε τις κινεζικές εταιρείες για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και άνοιξε την πόρτα στις εισροές ξένων κεφαλαίων. Με απλά λόγια, μια εξωτερική κρίση επέτρεψε στους εγχώριους μεταρρυθμιστές της οικονομίας να προωθήσουν σοβαρές οικονομικές και θεσμικές αλλαγές.
Αυτή η διαμορφωτική εμπειρία είναι ιδιαίτερα σημαντική σήμερα, καθώς η Κίνα συνεχίζει να αντιμετωπίζει αναταράξεις από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Παρά το ότι εξήλθε από την κρίση πιο νωρίς και ισχυρότερη από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία, η Κίνα εξακολουθεί να είναι ευάλωτη με δύο τρόπους: δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις εξαγωγές και στερείται τα ευέλικτα νομισματικά και οικονομικά εργαλεία που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και στο να αποφύγει το σοκ μιας άλλης οικονομικής κρίσης.
Το Πεκίνο έχει ξεπεράσει την πιο πρόσφατη καταιγίδα κυρίως επειδή διέθεσε τεράστια χρηματικά ποσά στην οικονομία - περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε κίνητρα και περισσότερα δισεκατομμύρια σε άλλες τραπεζικές χορηγήσεις, κάτι που βοήθησε να εξορκίσουν μια συνολική κατάρρευση της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των μέσων αυτών θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση δεν μπορεί απλώς να στηρίζεται σε απανωτά προγράμματα κινήτρων και μια τέτοια στρατηγική θα οδηγούσε μόνο σε περαιτέρω εμβάθυνση των ανισορροπιών στην οικονομία της Κίνας. Πέντε χρόνια από τότε που η Κίνα πέτυχε τον μέγιστο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 13% το 2007, ο ρυθμός ανάπτυξής της έχει μειωθεί σημαντικά και η ηγεσία στοχεύει πλέον σε ένα πιο ισορροπημένο 7,5%.
ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ
Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις της Κίνας στην δεκαετία του 1990 δεν θα ήταν δυνατές χωρίς κάποιους ισχυρούς ηγέτες που όχι μόνο αξιολόγησαν σωστά τις οικονομικές ασθένειες της χώρας, αλλά είχαν και την πολιτική βούληση να λάβουν αυστηρά μέτρα. Ο Zhu, για παράδειγμα, ήταν γνωστός για τις επιπλήξεις του σε τοπικούς αξιωματούχους για τα λάθη και τις ανεπάρκειες τους - και το συγκρουσιακό ύφος του υποστηρίχθηκε από ορισμένους συναδέλφους του στο Πεκίνο. Είναι ήδη προφανές ότι Xi και ο νέος πρωθυπουργός, Li Keqiang, διαφέρουν από τους άμεσους προκατόχους τους σε ύφος και σε τόνο. Αλλά εκτός αυτού, τα προγράμματα και οι ομιλίες τους δείχνουν ότι τουλάχιστον έχουν διαγνώσει με ακρίβεια τα δεινά που ταλανίζουν σήμερα την κινεζική οικονομία. Και, τουλάχιστον στα χαρτιά, έχουν επιβάλει πολλές σωστές λύσεις. Τον Μάρτιο, ο Li επικαλέστηκε τις «μεταρρυθμίσεις» σχεδόν είκοσι φορές κατά την πρώτη του συνέντευξη τύπου ως πρωθυπουργός.
Αλλά η μετατροπή της ρητορικής σε αξιόπιστες δράσεις θα είναι πιο δύσκολη. Οι νέοι ηγέτες της Κίνας βρέθηκαν στην εξουσία και κληρονόμησαν απλά ένα μοντέλο ανάπτυξης που του τελειώνουν τα «καύσιμα» και που υπονομεύεται από έναν συνδυασμό γήρανσης του πληθυσμού και χαμηλής κατανάλωσης στις αναπτυγμένες χώρες. Την ίδια στιγμή, πολλές κινεζικές εταιρείες, ιδίως στον δημόσιο τομέα, παραμένουν μη ανταγωνιστικές ή θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες σε περίπτωση απόσυρσης των κρατικών επιδοτήσεων, συμπεριλαμβανομένων της ενέργειας και της γης.
Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη, επίσης, τον λόγο για τον οποίο η τελευταία ομάδα των Κινέζων ηγετών φαινόταν να αγνοεί τις διαρθρωτικές ασθένειες στην κινεζική οικονομία. Παρά την αναγνώριση του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τα λόγια του πρώην Κινέζου Πρωθυπουργού Wen Jiabao, η οικονομία ήταν «ασύμμετρη, ασυντόνιστη, ασταθής και μη βιώσιμη», οι προηγούμενοι ηγέτες μπορούσαν να κοιμούνται πιο ήσυχοι, γνωρίζοντας ότι η Κίνα θα εξακολουθούσε να αναπτύσσεται παρά τα άμεσα προβλήματα της. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη ήταν τόσο εντυπωσιακή στη δεκαετία του 2000 που η ηγετική ομάδα υπό τον πρώην πρόεδρο Hu Jintao έκρινε ότι θα μπορούσε πιθανώς να ανταπεξέλθει το οικονομικό κόστος της μεταρρύθμισης των προηγούμενων δεκαετιών.
Όμως, αν και η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς σε όλη την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα - κυρίως λόγω των επενδύσεων και της εκτίναξης των εξαγωγών - δεν έγινε πολύ ισχυρότερη από πλευράς θεμελιωδών στοιχείων. Παρέμεινε σχετικά εκτεθειμένη στις διαταραχές της παγκόσμιας ζήτησης, λόγω του ότι η εγχώρια ζήτηση στην Κίνα ήταν πολύ χαμηλή και αυτό αντανακλούσε νέες ανισότητες και ανισορροπίες. Το κόστος της έντασης κεφαλαίου και του μοντέλου ανάπτυξης των εξαγωγών είναι πλέον τόσο προφανές και εντυπωσιακό που δεν μπορούν πλέον να το αγνοούν ή να το κρύβουν. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες εκτιμήσεις έχουν τοποθετήσει το περιβαλλοντικό κόστος της ανάπτυξης της Κίνας στα τουλάχιστον 230 δισεκατομμύρια δολάρια ή περίπου στο 3,5% του ΑΕΠ της Κίνας το 2010.
Γι’ αυτό είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Xi και ο Li κατανοούν και αποδέχονται ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν πλέον μια επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα. Το πεδίο εφαρμογής, η κλίμακα και το βάθος των μεταρρυθμίσεων αυτών, ωστόσο, θα εξαρτηθούν τελικά από το αν η νέα ομάδα παρουσιάσει την αντοχή και την αίσθηση του χρόνου που έφεραν την επιτυχία στις φιλόδοξες αποφάσεις της δεκαετίας του 1990.
ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ ΜΕ ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΣΤΥΛ
Ποιοι είναι οι σηματοδότες της πραγματικής οικονομικής μεταρρύθμισης; Αρκετοί δείκτες είναι σημαντικό να παρακολουθούνται κατά το επόμενο ενάμιση έτος. Μια σημαντική ένδειξη είναι ο βαθμός στον οποίο το Πεκίνο μειώνει τον ρόλο του κράτους στην οικονομία με την ανάθεση φορολογικής και δημοσιονομικής εξουσίας σε τοπικούς αξιωματούχους. Τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να περιλαμβάνουν μεταβίβαση της εξουσίας για εγκρίσεις έργων υποδομής στις τοπικές κυβερνήσεις, την μείωση της περιττής διοικητικής γραφειοκρατίας και την απαγόρευση των ad hoc διοικητικών τελών που επιβάλλονται από τις τοπικές κυβερνήσεις.
Κάποια μορφή αποκέντρωσης πιθανόν θα λάβει χώρα σε δημοσιονομικό επίπεδο. Πολλές επαρχίες έχουν δει τα φορολογικά ταμεία τους να μαραζώνουν από το 1994, όταν μια πολύ σημαντική φορολογική αναθεώρηση ανακατεύθυνε τα έσοδα προς την κεντρική κυβέρνηση στο Πεκίνο. Οι τοπικές κυβερνήσεις εξαρτώνται τώρα από μεταβιβάσεις από την κεντρική κυβέρνηση ως συμπλήρωμα των προϋπολογισμών τους. Και όταν οι μεταβιβάσεις αυτές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, όπως συμβαίνει συνήθως, στρέφονται συχνά στην πώληση δημόσιας γης σε εργολάβους και βασίζονται στην αποπληρωμή των χρεών τους μέσω σκοτεινών καναλιών δανεισμού για να εξασφαλίσουν τα ποσά που χρειάζονται. Δεδομένου ότι η Κίνα δεν διαθέτει μια καλά αναπτυγμένη αγορά δημοτικών ομολόγων ή μια ισχυρή ανεξάρτητη τοπική φορολογική βάση, είναι εύκολο να δούμε το πώς ένα τοπικό φορολογικό σύστημα σε αταξία - αυτό που παρέχει κίνητρα για να πουληθεί γη για οικιστική ανάπτυξη - συνέβαλε στην υπερθέρμανση της αγοράς ακινήτων της χώρας.
Ένας άλλος τομέας που είναι έτοιμος για μεταρρύθμιση είναι εκείνος της τιμολόγησης της ενέργειας. Καθ’ όλη την οικονομική άνθηση της Κίνας, το Πεκίνο έχει συμπιέσει τις τιμές της ενέργειας επειδή η ενέργεια αποτελεί μια κρίσιμη εισροή στο κινεζικό υψηλής έντασης κεφαλαίου μοντέλο ανάπτυξης. Έτσι, με τον επίμονο φόβο του Πεκίνου για υποδαύλιση του πληθωρισμού, η κυβέρνηση έχει παρέμβει συχνά για να εξασφαλίσει ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του άνθρακα, μεταξύ άλλων πηγών ενέργειας, θα παραμείνουν σταθερές. Αλλά το γεγονός ότι η ενέργεια είναι φθηνή σημαίνει ότι η κινεζική βιομηχανία έχει ελάχιστα κίνητρα για να βελτιώσει την απόδοσή της. Αντ' αυτού, οι εταιρείες της χώρας έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές ενέργειας και καταστροφείς του περιβάλλοντος. Μια αύξηση της τιμής της ενέργειας που θα αντανακλά το πραγματικό κόστος της, θα αναγκάσει τις κινεζικές επιχειρήσεις να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους και να αναπτύξουν καθαρότερες μεθόδους παραγωγής.
Ένας τρίτος τομέας που πρέπει να παρακολουθείται είναι το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Κίνας, ιδιαίτερα της υγειονομικής περίθαλψης και των συντάξεων. Ξεκινώντας από τις μεταρρυθμίσεις το 2009, το προβληματικό σύστημα υγείας της Κίνας σταδιακά θα βελτιωθεί και θα τεθεί πιθανότατα σε μια νέα φάση με την νέα κυβέρνηση. Ομοίως, το κατακερματισμένο και θλιβερά ανεπαρκές σύστημα συντάξεων θα πρέπει επίσης να προχωρήσει πέρα από την σημερινή κατάστασή του ως ένα μεγάλης κλίμακας μη χρηματοδοτούμενο σύστημα. Και οι δύο μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες αν το Πεκίνο πρόκειται να ασχοληθεί με μια γηράσκουσα κοινωνία και την στήριξη της κατανάλωσης με την χάραξη ενός σχεδίου προληπτικών αποταμιεύσεων.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ
Μεμονωμένη, κάθε μια από τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα είναι μικρή. Ωστόσο, το σωρευτικό τους αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι τεράστιο. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι προσδοκίες για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να μετριάζονται από την πραγματικότητα της σημερινής οικονομίας της Κίνας – ένα μεγαθήριο 8,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που είναι πιο σύνθετο και ώριμο από ό, τι ήταν πριν από 15 χρόνια. Με αυτή την έννοια, τα έκτακτα κέρδη από τις σημερινές μεταρρυθμίσεις κατά πάσα πιθανότητα θα είναι πιο περιορισμένα σε σχέση με αυτά που επετεύχθησαν όταν η χώρα ξεκινούσε από χαμηλότερη βάση στη δεκαετία του 1990.
Αλλά αυτό είναι που αντιμετωπίζει η νέα ηγεσία - μια ευρεία σειρά μεταρρυθμιστικών εναλλακτικών λύσεων που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στις επιλογές που αναφέρονται εδώ. Οι περιορισμοί σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην Κίνα δεν ήταν ποτέ διανοητικοί - υπάρχουν πολλοί καλοί οικονομολόγοι στην χώρα που εκφράζουν ένα ευρύ φάσμα δημιουργικών ιδεών. Τα κύρια εμπόδια παραμένουν πολιτικά. Το μάθημα του 1990 είναι ότι χρειάζεται το σωστό μείγμα εγχώριων και εξωτερικών προκλήσεων, σε συνδυασμό με μια υγιή δόση τολμηρής ηγεσίας, για να προκληθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Όμως, οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν και πάλι σήμερα. Και οι πρόσφατες δηλώσεις δείχνουν ότι μια ατζέντα πιο μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων είναι πιθανά υπό μελέτη και θα μπορούσε να παρουσιαστεί κατά την διάρκεια της Ολομέλειας του ΚΚΚ αυτό το φθινόπωρο. (Μεταρρυθμίσεις στην αγορά κεφαλαίου, όπως η επέκταση της χρήσης των εταιρικών και κρατικών ομολόγων και η περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στους ξένους θεσμικούς επενδυτές, θεωρείται ότι είναι πιθανές). Εάν οι Κινέζοι ηγέτες όντως επιλέξουν την Ολομέλεια ως τόπο για να ανακοινώσουν νέες μεταρρυθμίσεις, θα είναι επειδή βαρύνεται με πολιτικό συμβολισμό: ήταν σε μια άλλη Ολομέλεια, το 1978 όταν ο Deng Xiaoping, ο αρχιτέκτονας των μεταρρυθμίσεων της αγοράς στην Κίνα, πέτυχε ομοφωνία γύρω από το όραμα που έθεσε την Κίνα σεν πορεία για να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Θα ήταν αδύνατο για οποιοδήποτε κινεζικό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης να ολοκληρωθεί γρήγορα και χωρίς αντίσταση. Η μεταρρύθμιση, εξ ορισμού, θα αναδιατάξει τον αγωνιστικό χώρο για τα ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Αλλά αν η νέα ομάδα είναι σοβαρή σχετικά με την αναζωογόνηση της οικονομίας της Κίνας και την υλοποίηση του πολυσυζητημένου «κινεζικού ονείρου», τότε οι βαθύτερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες. Το Πεκίνο πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τα λόγια του Li, του νέου πρωθυπουργού : «Είναι άχρηστο να κραυγάζουμε για μεταρρυθμίσεις μέχρι να βραχνιάσουμε. Ας κάνουμε κάτι για αυτές».

* Ο Evan A. Feigenbaum είναι πρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Paulson που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Ο Damien Ma είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Paulson στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139295/evan-a-feigenbaum-and-dami...