Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο της Washington Post για την Αλ Κάιντα, τους Ταλιμπάν και το Γκουαντάναμο


Η Αλ Κάιντα, οι Ταλιμπάν και το Γκουαντάναμο
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Η αποτυχημένη προσπάθεια αποφυλάκισης Αφγανών κρατουμένων από το Γκουαντάναμο αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να δράσει αντίθετα προς τους στόχους της όσον αφορά την τρομοκρατία.
Δείχνει, επίσης, πώς μία εσφαλμένη προσέγγιση –ότι, δηλαδή, η Αλ Κάιντα και οι Ταλιμπάν μάς απειλούν εξίσου– μπορεί να καταλήξει σε σειρά κακών πολιτικών επιλογών, που τελικά υποσκάπτουν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η εσφαλμένη υπόθεση πως οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα ήταν εξίσου επικίνδυνοι έγινε νόμος από το Κογκρέσο το 2010. Η σύγχυση που προκλήθηκε περιέπλεξε την απελευθέρωση πέντε κρατουμένων Ταλιμπάν από το Γκουαντάναμο, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών συμφιλίωσης το 2011, αλλά και τις προσπάθειες της αφγανικής κυβέρνησης να επιτύχει την απελευθέρωση άλλων οκτώ Αφγανών, ενώ αποτέλεσε το «προσάναμμα» που πυροδότησε την απεργία πείνας στο Γκουαντάναμο. Τελικά, οι Ταλιμπάν κέρδισαν ένα πλεονέκτημα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν προπαγανδιστικά και η επιθυμία του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να κλείσει διά παντός το Γκουαντάναμο έπεσε θύμα των εσωτερικών πολιτικών πιέσεων. Ολα αυτά συνέβησαν παρά την αξιολόγηση της CIA, σύμφωνα με την οποία η απελευθέρωση των Αφγανών κρατουμένων δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ασφάλεια.
Η ιστορία ξεκινά με την έναρξη των αμερικανικών πολεμικών επιχειρήσεων, τον Οκτώβριο του 2001, που στόχευαν στην ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν επειδή είχαν παράσχει ασφαλές καταφύγιο για την Αλ Κάιντα. Πολλοί Αφγανοί αιχμαλωτίστηκαν και ορισμένοι προωθήθηκαν στο Γκουαντάναμο. Ανάμεσά τους ανώτατοι αξιωματούχοι και άλλοι που θεωρήθηκαν απειλή.
Η θεωρία ότι Ταλιμπάν και Αλ Κάιντα αποτελούσαν ισοβαρή απειλή προτάσσεται στο βιβλίο του Μπομπ Γούντγουορντ «Ο Μπους πάει στον πόλεμο», όπου εμμέσως αναφέρει θέσεις του Τζορτζ Τένετ, τότε αρχηγού της CIA: «Πρέπει να αρνηθούμε οποιοδήποτε καταφύγιο στην Αλ Κάιντα», επισήμανε ο Τένετ. «Πείτε στους Ταλιμπάν ότι έχουμε τελειώσει μαζί τους. Οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα, στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο πράγμα», γράφει. Eκτοτε, αυτή είναι η επικρατούσα άποψη παρά τις αμφιβολίες που εξέφρασαν αναλυτές της CIA.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να μελετούν την απελευθέρωση των φυλακισμένων Ταλιμπάν μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπαράκ Ομπάμα, το 2009. O νέος πρόεδρος είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να κλείσει τη φυλακή και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, νέος ειδικός επιτετραμμένος στο Αφγανιστάν, προσπάθησε να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις για πολιτικό διακανονισμό του ζητήματος. Το Πεντάγωνο, με τη στήριξη των συντηρητικών στο Κογκρέσο, αντιτάχθηκε στην αποφυλάκιση οποιουδήποτε κρατούμενου, επειδή θα κατέληγε στην επιστροφή του στους Ταλιμπάν.
Οι συζητήσεις ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2009, όταν ο Μπαρνέτ Ρούμπιν του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ειδικός στο Αφγανιστάν και μετέπειτα μέλος της ομάδας Χόλμπρουκ, συναντήθηκε με τον Αμπντούλ Σαλάμ Ζαέφ στην Καμπούλ. Ο Ζαέφ, πρώην πρεσβευτής των Ταλιμπάν που αφέθηκε ελεύθερος από το Γκουαντάναμο το 2005, κατονόμασε έξι κρατουμένους που οι φανατικοί ισλαμιστές έλπιζαν ότι θα αφήνονταν ελεύθεροι. Την ιδέα αυτή υποστήριξε και ο Μπουρανουντίν Ραμπανί, πρώην πρόεδρος της χώρας και επικεφαλής της προσπάθειας συμφιλίωσης υπό τον πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι. Με επιστολή του προς τις ΗΠΑ, αρχές του 2011, ζητούσε την απελευθέρωση ενός από τους έξι, του Χαϊρουλά Χαϊρκβά.
Λύση διαφάνηκε το 2011, όταν ο διάδοχος του Χόλμπρουκ, Μαρκ Γκρόσμαν, συναντήθηκε μυστικά με τον αντιπρόσωπο των Ταλιμπάν, Μοχάμεντ Ταγίμπ αλ Αγκά. Οι δύο άνδρες κατέληξαν σε συμφωνία που προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα άφηναν ελεύθερους πέντε Ταλιμπάν και θα τους προωθούσαν στο Κατάρ. Σε αντάλλαγμα οι δικοί τους θα καταδίκαζαν τη διεθνή τρομοκρατία και θα άφηναν ελεύθερο τον δεκανέα Μπόου Μπεργκάντλ, τον οποίο κρατούσαν από το 2009.
Η συμφωνία δεν ευοδώθηκε, καθώς τον Δεκέμβριο ο Καρζάι διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχε συμμετάσχει στη σύναψή της. Υπαναχώρησε τον Ιανουάριο, αφού απέστειλε τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας Ιμπραήμ Σπινζάντα να συνομιλήσει με τους κρατουμένους στο Γκουαντάναμο. Οι Ταλιμπάν, όμως, είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους και έτσι οι συνομιλίες «πάγωσαν» τον Μάρτιο του 2012. Το εξοργιστικό είναι ότι η CIA είχε μελετήσει τα στοιχεία για τους πέντε που επρόκειτο να αφεθούν ελεύθεροι και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα επηρέαζαν τη στρατιωτική κατάσταση, ακόμα και εάν παρέβαιναν τους όρους αποφυλάκισης κι έφευγαν από το Κατάρ. Μπορεί να είχαν πολεμήσει με τους Ταλιμπάν αλλά δεν είχαν συμβάλει στη στήριξη των σχεδίων της Αλ Κάιντα, ενώ είχαν παραδοθεί στις αμερικανικές δυνάμεις λίγο μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Το τελευταίο κεφάλαιο της υπόθεσης είναι και το πιο πολύπλοκο. Στη διάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ (Σικάγο, 2012), ο Καρζάι ζήτησε από τον πρόεδρο Ομπάμα να απελευθερώσει άλλους οκτώ Αφγανούς. Η CIA διαπίστωσε ότι οι μισοί ανήκαν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου και οι υπόλοιποι ήταν κατά τι πιο επικίνδυνοι. Λόγω των όρων που επέβαλε το Κογκρέσο σε κάθε απελευθέρωση από το Γκουαντάναμο, οι ΗΠΑ αξίωσαν πολύπλοκους όρους για την παρακολούθηση των ανθρώπων αυτών όταν θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Η κυβέρνηση Καρζάι δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει.
Η αμερικανική κυβέρνηση επιμένει ότι αναζητεί πολιτική λύση στο Αφγανιστάν χωρίς να υπάρχει εξέλιξη. Οι Αφγανοί κρατούμενοι παραμένουν ανάμεσα στους 166 που εξακολουθούν να βρίσκονται στο Γκουαντάναμο, εκ των οποίων 52 κάνουν απεργία πείνας και διαμαρτύρονται για τις συνθήκες κράτησης, ενώ 15 σιτίζονται παρά τη θέλησή τους.