Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Μία ενδιαφέρουσα άποψη για τη Νέα Δημοκρατία



Ποιο συνέδριο και ποια Νέα Δημοκρατία;
Του Στέφανου Κασιμάτη
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
«Και πώς βλέπετε το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας;» Την ερώτηση έθεσε προσφάτως σε βουλευτή του κόμματος ο πρεσβευτής μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας στην Αθήνα.
Η απάντηση την οποία έλαβε είχε τη μορφή ερώτησης και ήταν τόσο ειλικρινής –μέχρι σημείου ωμότητος, θα έλεγα– ώστε να αμφιβάλλω αν ο ξένος διπλωμάτης είχε τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αξία της: «Ποιο συνέδριο και ποια Νέα Δημοκρατία;». Μα, κοροϊδευόμαστε τώρα; Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να έχει ζήσει τη Ν.Δ. και να μην παραδέχεται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του ότι, απλώς, δεν υφίσταται κόμμα. Και ούτε θα μπορούσε να υφίσταται, διότι η ύπαρξή του δεν είναι ζήτημα χειρισμών, τεχνασμάτων ή κάποιου τύπου καπατσοσύνης τέλος πάντων. Είναι ζήτημα συνθηκών και αυτές, από το 2010 και ύστερα, έχουν αλλάξει ριζικά και δεν πρόκειται να υπάρξουν ξανά με την ίδια μορφή.
Η Νέα Δημοκρατία όπως την ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεταλλάχθηκε σταδιακά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, προσπαθώντας να προσαρμοσθεί στην πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Κατ’ αρχάς, μεταλλάχθηκε οργανωτικά επί Ευαγγέλου Αβέρωφ, υιοθετώντας κάποιες από τις δομές του ΠΑΣΟΚ. Στη συνέχεια, πέρασε μια μακρά φάση ιδεολογικής κρίσης, μεταξύ του σύγχρονου φιλελευθερισμού, προς τον οποίο προσπάθησε να την κατευθύνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, και, από την άλλη πλευρά, της λαϊκής Δεξιάς του μεγάλου κράτους. Η επικράτηση του Μιλτιάδη Εβερτ έκανε την πλάστιγγα να γείρει οριστικά προς τη δεύτερη πλευρά και, έκτοτε, η Ν.Δ. μετατράπηκε βαθμιαία σε «γαλάζια πασοκαρία». Από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα και έπειτα, η ώσμωση λόγου και ιδεών μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ επέφερε την εξομοίωση. Η Ν.Δ. δεν αγωνιζόταν να αλλάξει την Ελλάδα όπως την είχε πια μεταμορφώσει το ΠΑΣΟΚ με την περίφημη «αλλαγή». Διεκδικούσε, απλώς, τη νομή της εξουσίας μέσα από τις ίδιες δομές για δικό της λογαριασμό. Από τη διεκδίκηση αυτή αποκτούσε την κομματική υπόστασή της. Αλλωστε, κόμμα και κράτος ήσαν απολύτως ταυτισμένα.
Επιπροσθέτως, εξέλιπαν και οι ιστορικές αναφορές που προσδιόριζαν την ταυτότητα της Ν.Δ. Κατ’ αρχάς, το πολιτειακό έληξε οριστικά με πρωτοβουλία του ιδρυτή της Ν.Δ. Επειτα, εξαιτίας της χούντας και της εδραίωσης της Αριστεράς στον κόσμο των ιδεών, η Ν.Δ. έπαψε (ντρεπόταν...) να αυτοπροσδιορίζεται ως κληρονόμος της παράταξης που υπερασπίσθηκε και έσωσε την Ελλάδα από την κομμουνιστική επιβουλή το διάστημα 1946-1949. Τι απέμεινε λοιπόν για τη Δεξιά, σε μια Ελλάδα σοσιαλιστική; Οτι ο Καραμανλής μάς έβαλε στην Ευρώπη, την τότε ΕΟΚ. Αυτό, ναι, ήταν το μόνο αδιαμφισβήτητο εύσημο που είχε να επικαλείται ο εκάστοτε αρχηγός της Ν.Δ. Από την άλλη πλευρά όμως, και ο Ανδρέας Παπανδρέου (την εποχή που η Ελλάδα ήταν το «μαύρο πρόβατο»...) δεν μας έβγαλε από την Ευρώπη, όπως θα μπορούσε να το είχε κάνει. Πολύ περισσότερο, δε, ο Κώστας Σημίτης μάς έβαλε ακόμη βαθύτερα στις ευρωπαϊκές δομές, με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
Ετσι φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση αποσύνθεσης του κομματικού ιστού, η οποία αποδίδεται θαυμάσια από την περιγραφή που μου έκανε φίλος πολιτευόμενος, ο οποίος την προεκλογική περίοδο επισκεπτόταν και μιλούσε σε τοπικές οργανώσεις της Αθήνας: «Ποια τοπική; Οκτώ; Εννέα; Βία δέκα άνθρωποι. Δύσθυμοι, χωρίς την παραμικρή διάθεση να τους εξηγήσεις την κρίση, με μοναδικό ενδιαφέρον τους αν θα κάνουμε διορισμούς εφόσον γίνουμε κυβέρνηση».
Ποια Νέα Δημοκρατία, λοιπόν; Ακόμη και στην πρόσφατη πορεία του σημερινού προέδρου της (για να μην αναδιφήσωμεν τις παλιές πομπές...) βλέπει κανείς την ιδεολογική σύγχυση και το πολιτικό αδιέξοδο του κόμματος μέσα στο τοπίο που διαμορφώνουν οι νέες συνθήκες. Επί ηγεσίας Αντώνη Σαμαρά –του κατ’ εξοχήν κληρονόμου και εκφραστή της ιστορικής Δεξιάς– αποσπάται από την παράταξη το έξαλλο κομμάτι της λαϊκής Δεξιάς υπό τον Π. Καμμένο, ενώ με την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής σημειώνεται, για πρώτη φορά μετά τον Κ. Μητσοτάκη, η δυναμική αυτονόμηση της Ακροδεξιάς και μάλιστα με προδήλως ρατσιστικό χαρακτήρα. Στη δε προσπάθειά του ο Σαμαράς να προσελκύσει πίσω τις αυτονομηθείσες δυνάμεις, αναπτύσσοντας έναν λόγο αντιμνημονιακό, το μόνο που επέτυχε ήταν να σημειώσει η Ν.Δ. το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία της, με το επονείδιστο 19% του περασμένου Μαΐου.
Δεν ευθύνεται για όλα αυτά μόνον ο Σαμαράς, ασφαλώς. Πρωτίστως, είναι οι συνθήκες που έχουν αλλάξει με την κρίση και κατέστησαν το παλαιό υπόδειγμα του πολυσυλλεκτικού, κρατικοδίαιτου κόμματος θλιβερό αναχρονισμό, ο οποίος δεν λειτουργεί πλέον. Θα ευθύνεται, όμως, σε πολύ μεγάλο βαθμό μάλιστα, αν πιστέψει ότι το παλιό μπορεί να αναβιώσει. Εξάλλου, η πεποίθηση στην αναβίωση του παλαιού υποδείγματος έχει περάσει στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ – αυτός υπερασπίζεται πια παρόμοιες προσδοκίες και μαζί τους την ξεπερασμένη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης και των νοοτροπιών που αυτή καλλιέργησε. Επομένως, η Ν.Δ. είναι υποχρεωμένη να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της μέσα από αυτό για το οποίο αγωνίζεται σήμερα: τον πραγματισμό και την ευθύνη απέναντι στις συνέπειες της χρεοκοπίας, την αναδιοργάνωση της οικονομίας στη βάση των μεταρρυθμίσεων, καθώς και την παραμονή της χώρας στις ευρωπαϊκές δομές. Καταλαβαίνω ότι αυτό ακούγεται ελάχιστα θελκτικό – αλλά αυτό είναι· τι να κάνουμε;
Το συνέδριο της Ν.Δ. θα είναι, συνεπώς, μια άκρως βαρετή και ανούσια υπόθεση. Πρώτον, επειδή δεν υπάρχουν οι άνθρωποι που θα παραγάγουν νέες ιδέες. (Υπάρχει, βέβαια, ο Χρύσανθος με τη μουστάκα, την πίπα και την παντόφλα, αλλά προφανώς δεν φθάνει...) Δεύτερον, επειδή δεν θα τολμήσουν να αλλάξουν το όνομα, ακριβώς για τον λόγο ότι η πρωτοβουλία στερείται νοήματος εφόσον δεν υπάρχουν νέες ιδέες...