Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Ένα ενδιαφέρον ιστορικό άρθρο για τις εκλογές του 1950 και την ΕΠΕΚ


Οι εκλογές του 1950 και η ΕΠΕΚ
Η πρώτη καταγραφή της λαϊκής θέλησης μετά τον Εμφύλιο έγινε με απλή αναλογική και ανέδειξε το κόμμα του Ν. Πλαστήρα
Του Σωτήρη Ριζά
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Οι εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 απετέλεσαν την πρώτη ευκαιρία για την καταγραφή της λαϊκής θέλησης μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Στη νέα εκλογική αναμέτρηση, σε αντίθεση με τις εκλογές του 1946, θα συμμετείχε και η ηττημένη κομμουνιστική Αριστερά μέσω ενός σχήματος εκλογικής συνεργασίας μικρών κομμάτων, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) παρέμενε παράνομο. Θα συμμετείχαν επίσης κόμματα και ομάδες του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς που είχαν επίσης απόσχει από τις εκλογές του 1946 εν όψει της αναμφισβήτητης τότε κυριαρχίας της βασιλόφρονος Δεξιάς. Το σημαντικότερο πολιτικό σχήμα εκπροσώπησης των ομάδων αυτών ήταν η Εθνική Προοδευτική Ενωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) υπό την ηγεσία του αρχηγού του στρατιωτικού καθεστώτος του 1922 στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, με τη συμμετοχή παραδοσιακών βενιζελικών, όπως ο Εμμανουήλ Τσουδερός, και νεώτερων στοιχείων της Αριστεράς του Κέντρου, όπως ο Γεώργιος Καρτάλης.
Οι εκλογές διεξήχθησαν με σύστημα απλής αναλογικής που ενθάρρυνε την εμφάνιση πολλών σχημάτων, τα οποία φιλοδοξούσαν είτε την καταγραφή μιας αξιόλογης επιρροής είτε και την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ιστορικών κομμάτων εξουσίας, των Λαϊκών και των Φιλελευθέρων. Πράγματι, τα δύο βασικά κόμματα που εκπροσωπούσαν τις ιστορικές παρατάξεις του εθνικού διχασμού είχαν αποτελέσει τους κύριους εταίρους των κυβερνήσεων συνασπισμού που είχαν αντιταχθεί στην κομμουνιστική Αριστερά κατά τον εμφύλιο πόλεμο υπό την ηγεσία αρχικά του Θεμιστοκλή Σοφούλη και μετά τον θάνατό του τον Ιούνιο του 1949, του Αλέξανδρου Διομήδη.
Νέα κομματική γεωγραφία και πολιτικοί συσχετισμοί
Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για το Λαϊκό Κόμμα, υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, καθώς, αν και αναδείχθηκε πρώτο κόμμα από τις κάλπες, συγκέντρωσε μόλις το 18,8% των ψήφων και 62 έδρες σε σύνολο 250. Η κυριαρχική θέση του κόμματος στον συντηρητικό χώρο αμφισβητείτο καθώς στα δεξιά του είχε εμφανιστεί η «Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις» η οποία εξέφραζε τους υποστηρικτές της δικτατορίας του 1936 και είχε εξασφαλίσει το 8,1% των ψήφων και 15 έδρες. Μικρή επιρροή είχε καταγράψει και το Νέο Κόμμα υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, ο οποίος φιλοδοξούσε να ανανεώσει το πολιτικό προσωπικό και τον προγραμματικό λόγο της δεξιάς. Το Νέο Κόμμα είχε λάβει μόνο το 2,5% των ψήφων και μία έδρα. Κατόπιν αυτού ο Μαρκεζίνης επρόκειτο να εντείνει την προσπάθειά του για να αναμειχθεί στην πολιτική ο στρατάρχης Παπάγος, αρχιστράτηγος του ελληνο-ιταλικού και αργότερα του εμφυλίου πολέμου και φορέας γοήτρου που δεν διέθετε η φθαρμένη ηγεσία του συντηρητικού χώρου.
Η «Δημοκρατική Παράταξη», σχήμα που υποστηρίχθηκε από το ΚΚΕ, ψηφίστηκε από το 9,7% των ψηφισάντων και ανέδειξε 18 βουλευτές. Επρόκειτο για μια ελάχιστη καταγραφή της επιρροής των ηττημένων του Εμφυλίου. Το μήνυμα των εκλογών όμως για συμφιλίωση και ανασυγκρότηση προήλθε από τον χώρο του Κέντρου. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία πλέον του Σοφοκλή Βενιζέλου, γιου και πολιτικού κληρονόμου του Ελευθερίου, υπέστη φθορά από τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις συνασπισμού του Εμφυλίου και περιορίστηκε στο 17,2% των ψήφων και 56 έδρες. Αλλά και ο Γεώργιος Παπανδρέου, αν και είχε αποφύγει να συμμετάσχει στις κυβερνήσεις συνασπισμού του 1947-49 και εμφανιζόταν ως φορέας ανανέωσης και ταυτόχρονα ως συνεπής αντικομμουνιστής, δεν ξεπέρασε το 10,7% και 35 έδρες ενώ η δύναμή του σε σημαντικό βαθμό ήταν περιφερειακή και εντοπιζόταν στη δυτική Ελλάδα.
Την πραγματική τομή στο κομματικό σύστημα θα έφερνε τον Μάρτιο του 1950 η ΕΠΕΚ. Ο αρχηγός της, ο στρατηγός Πλαστήρας, δεν ήταν προφανώς ούτε νέο πρόσωπο ούτε φορέας συναίνεσης στην ελληνική πολιτική. Αντίθετα, είχε πολωτική επίδραση έναντι του παραδοσιακού αντιβενιζελισμού αφού ήταν ταυτισμένος με την εκτέλεση των Εξι το 1922 και την αβασίλευτη δημοκρατία του Μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα είχε διακριθεί ως επικεφαλής ενός εκτεταμένου συστήματος πατρωνίας στον στρατό τον οποίον προσπάθησε ανεπιτυχώς να κινητοποιήσει ώστε να μην παραδοθεί η εξουσία στους αντιβενιζελικούς, νικητές των εκλογών του 1933.
Λόγος με αξιοπιστία
Υστερα από μακρά, δωδεκαετή εξορία είχε επανέλθει στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1945, με βρετανική σύσταση, ώστε να σχηματίσει μια κυβέρνηση δημοκρατικών, η οποία θα εξουδετέρωνε μετά τα Δεκεμβριανά την επιρροή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το πείραμα ήταν βραχύβιο, καθώς ο στρατηγός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το δίκτυο επιρροής του στον στρατό παρά την αντίθεση του βρετανικού παράγοντα που έτεινε να ευνοεί συντηρητικά, βασιλόφρονα, πιο αξιόπιστα από την οπτική της αντικομμουνιστικής λογικής, στοιχεία και όχι τους μάλλον παρωχημένους επαγγελματικά δημοκρατικούς φίλους του Πλαστήρα. Ο τελευταίος είχε απόσχει από τις εκλογές του 1946, όπως και ο Τσουδερός και ο Καρτάλης που απετέλεσαν βασικά στελέχη της ΕΠΕΚ.
Η αποχή από τις εκλογές και τις πολιτικές εξελίξεις της τετραετίας 1946-50 είχε επιτρέψει στον στρατηγό την επικοινωνία με το ευρύτερο ρεύμα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς που είχε επιλέξει μαζί με το ΕΑΜ την αποχή από τις εκλογές του 1946, ενώ η προσωπική δημοφιλία του Πλαστήρα μεταξύ μερίδας προσφύγων, είτε αγροτών μικροϊδιοκτητών είτε φτωχών κατοίκων αστικών κέντρων αποτελούσαν σημαντικό κεφάλαιο. Παρέμενε ακόμα δημοφιλής στον παραδοσιακό βενιζελικό κορμό. Αυτές οι τάσεις συνέκλιναν στο θετικό για την ΕΠΕΚ αποτέλεσμα του Μαρτίου του 1950. Το κόμμα έλαβε το 16,4% των ψήφων και 45 έδρες. Η εκλογική του γεωγραφία έδειχνε ότι ήταν ισχυρό στις περιοχές που είχε σημειωθεί υψηλή αποχή το 1946, αλλά και σε εκλογικά προπύργια του βενιζελισμού όπως η Κρήτη, παρά την παρουσία του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Ο Πλαστήρας είχε υποσχεθεί συμφιλίωση των νικητών και των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου με την παροχή γενικής αμνηστίας. Είχε επίσης δώσει έμφαση στην ανάγκη της οικονομικής ανασυγκρότησης. Αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο βέβαια καθώς η ανασυγκρότηση δέσποζε στον πολιτικό λόγο των κομμάτων. Ο Πλαστήρας έδινε όμως ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη αντιμετώπισης της φτώχειας και της δικαιότερης κατανομής του όποιου εθνικού εισοδήματος υπήρχε. Η οικονομική και πολιτική ανάλυση της Αριστεράς του Κέντρου, όπως με ένταση και ισχυρή επιχειρηματολογία παρουσίαζε η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, έδινε έμφαση στη συγκέντρωση πλούτου που είχε σημειωθεί κατά την κατοχική και την πρώτη περίοδο της απελευθέρωσης και στην εξάρθρωση των μικρών και μεσαίων αστικών στρωμάτων. Αν και ο λόγος του Πλαστήρα δεν ήταν αυστηρά επεξεργασμένος διέθετε εν τούτοις αξιοπιστία και συναισθηματικό υπόβαθρο που δεν διέθεταν οι υπόλοιποι.
Περιορισμένα κυβερνητικά επιτεύγματα
Η ΕΠΕΚ ήταν βραχύβια είτε ως κυβερνών κόμμα είτε ως κομματικός σχηματισμός, καθώς διασπάστηκε και συρρικνώθηκε στην ουσία μετά τον θάνατο του αρχηγού της το 1953. Ο Πλαστήρας ηγήθηκε δύο κυβερνήσεων συνασπισμού του Κέντρου, από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1950 και από τον Οκτώβριο του 1951 έως τον Οκτώβριο του 1952. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 υπέστη μεγάλη ήττα από τον Παπάγο που είχε στο μεταξύ συγκροτήσει τον Ελληνικό Συναγερμό. Τα επιτεύγματα των κυβερνήσεών του ήταν μικρά αν και ο Καρτάλης ως υπουργός Συντονισμού σταθεροποίησε την οικονομία το 1952 υπό την πίεση της Αμερικανικής Αποστολής και κατέστησε δυνατή την υποτίμηση της δραχμής και τη νομισματική σταθεροποίηση που ακολούθησε.
Οι κυβερνήσεις του Πλαστήρα δεν πέτυχαν να προωθήσουν έμπρακτα τη συμφιλίωση, καθώς προσέκρουσαν στην όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, μετά την έκρηξη του Πολέμου της Κορέας, που προκάλεσε σκλήρυνση των αμερικανικών αντιλήψεων και έτρεψε την Ουάσιγκτον στην υποστήριξη συντηρητικών σχημάτων. Προσέκρουε ακόμα η πολιτική του Πλαστήρα στις αντιδράσεις των Φιλελευθέρων εταίρων του που έτειναν να είναι πιο συντηρητικοί στις επιλογές τους και γενικότερα σε έναν ενδημικό φατριασμό που χαρακτήριζε το Κέντρο, αλλά και την αριστερή του πτέρυγα. Συνεπώς, η ΕΠΕΚ δεν επηρέασε κατά το μέτρο της επιρροής των ιδεών και αντιλήψεών της τη μετεμφυλιακή πολιτική εξέλιξη η οποία χαρακτηρίστηκε από την εμμονή στους πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς και ένα υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης που βασιζόταν στη νομισματική σταθερότητα και την περιοριστική εισοδηματική πολιτική. Παρά ταύτα η ΕΠΕΚ σηματοδότησε την ανάδυση της Αριστεράς του Κέντρου, ενός χώρου μεταξύ του παραδοσιακού βενιζελισμού και της Αριστεράς ο οποίος είτε αυτοτελώς είτε εντασσόμενος σε ευρύτερα κεντρώα ή κεντροαριστερά σχήματα θα αποτελούσε μόνιμο και ισχυρό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.