Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Ένα ενδιαφέρον άρθρο για την Τουρκία και το ρόλο των τουρκο-ισλαμιστών


Η Τουρκία και ο ρόλος των τουρκο-ισλαμιστών
Του Χρήστου Μηνάγια
(Πηγή : http://www.onalert.gr και http://geostrategy.gr)
Όταν τα προσφυγικά μουσουλμανικά ρεύματα άρχισαν να εξαπλώνονται προς Δυσμάς, τα κράτη του δυτικού κόσμου αποφάσισαν να εφαρμόσουν πολιτικές ένταξης των εν λόγω μουσουλμάνων στο δυτικό τρόπο ζωής.
Όμως, οι περισσότερες μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες εξέλαβαν τις πολιτικές αυτές ως μια στρατηγική αφομοίωσης των μελών τους και περιχαράκωσαν με κάθε μέσο τον ανατολίτικο τρόπο ζωής τους και τα ισλαμικά ήθη και έθιμα. Εντούτοις, παρά τους προβληματισμούς τους, οι ηγεσίες των κοινοτήτων αυτών αποφάσισαν να αποδεχθούν την εν μέρει πολιτιστική προσέγγιση τους με το δυτικό πολιτισμό, θέτοντας, όμως, ως «όρο» το δικαίωμα να έχουν ρόλο και ενεργό συμμετοχή στις πολιτικές που είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Επισημαίνεται δε, ότι οι αξιώσεις τους δεν εστιάσθηκαν μόνο στα πολιτιστικά και θρησκευτικά θέματα αλλά επεκτάθηκαν μέχρι και την πολιτική, είτε συμμετέχοντας στους υφιστάμενους πολιτικούς φορείς είτε επιδιώκοντας να δημιουργήσουν αυτόνομους μουσουλμανικούς συνδυασμούς ειδικά στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ας σημειωθεί ακόμη πως οι μουσουλμανικές κοινότητες των δυτικών χωρών δεν δρουν αυτόνομα δεδομένου ότι έχουν τη στήριξη της Τουρκίας, του Ιράν, του Πακιστάν, της Σαουδικής Αραβίας, της Λιβύης, του Κουβέιτ και της Αιγύπτου. Η Τουρκία, αρχικά, προσπάθησε να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο για τον έλεγχο των μουσουλμάνων της Δύσης, δημιουργώντας ένα δίκτυο διεξαγωγής ψυχολογικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσε ως κύριο «όπλο» την τουρκική γλώσσα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπόρεσαν να υπερνικήσουν τους Σαουδάραβες, οι οποίοι προβάλλοντας το Ισλάμ και δαπανώντας ταυτόχρονα εκατομμύρια δολάρια κατάφεραν να προσελκύσουν ακόμη και τους Τούρκους της διασποράς.
Αυτή ήταν η βασική αιτία που δημιουργήθηκε η ιδεολογία του τουρκο-ισλαμισμού, η οποία ταυτόχρονα αποτέλεσε τη βάση λειτουργίας και διακυβέρνησης της χώρας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του στρατηγού Κενάν Εβρέν (9-11-1982 έως 9-11-1989). Διευκρινίζεται δε, ότι η βασική αρχή της ιδεολογίας αυτής αναφέρεται στην ανάδειξη του τουρκισμού μέσω του ισλαμισμού και υποστηρικτές της ήταν η στρατοκρατία, το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ και οι ισλαμιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Φετουλάχ Γκιουλέν. Άλλωστε, είναι ευρέως γνωστό στην Τουρκία, ότι το όραμα του τουρκο-ισλαμισμού, το 1991, άνοιξε το δρόμο για την εξουσία της χώρας στον Ερμπακάν που τώρα υπερασπίζεται και στηρίζει τον Ερντογάν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια νέα θρησκευόμενη γενεά νεο-συντηρητικών διανοουμένων που υιοθέτησε τη συνύπαρξη του συντηρητισμού με τη θεωρία της ένωσης και της προόδου, επηρεαζόμενη από αρκετά δυτικά πρότυπα. Σημειωτέον ότι, το φρόνημα των διανοουμένων αυτών τροφοδοτείται από την οθωμανική κληρονομιά της Τουρκίας και αποτελεί το προϊόν μιας ιδεολογίας, η οποία έχει σαν στόχο τη διαφύλαξη, προώθηση και ανάδειξη του τουρκικού εθνικισμού, ενώ η διαφύλαξη και προώθηση του Ισλάμ αποτελεί θέμα δεύτερης προτεραιότητας. Συνακόλουθα δε, η εν λόγω νέα γενεά συνέβαλε σημαντικά στις πρόσφατες πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις της χώρας, δεδομένου ότι τα μέλη της: πρώτον, στήριξαν άμεσα ή έμμεσα το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν. Και δεύτερον, έχουν διεισδύσει σε όλους τους φορείς της Τουρκικής Δημοκρατίας, όπως πολιτικά κόμματα, δικαιοσύνη, υπουργείο Εξωτερικών, ένοπλες δυνάμεις, υπηρεσίες ασφαλείας, ακαδημαϊκή κοινότητα, τοπική αυτοδιοίκηση, τραπεζικό σύστημα, επιχειρηματικούς κύκλους, δημοσιογραφία κ.λπ.
Επίσης, μια άλλη βασική επισήμανση αποτελεί το γεγονός ότι, παρόλο που η ισλαμική θρησκεία είναι δύσκολο να συνυπάρξει με τον εθνικισμό, στην Τουρκία οι έννοιες του εθνικισμού και του κρατικισμού τυγχάνουν κοινής αποδοχής τόσο από τους κεμαλιστές όσο και από τους θρησκευόμενους μουσουλμάνους. Άλλωστε, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δήλωση του αντιστρατήγου ε.α. Tuncer Kılınç αναφορικά με τον πρώην ισλαμιστή πρωθυπουργό Necmettin Erbakan, επισημαίνοντας ότι οι στρατιωτικοί δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τις πραγματικές εθνικιστικές του αντιλήψεις. (σ.σ. το 2001 ο Kılınç διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας και το 2009 συνελήφθη ως κατηγορούμενος για τη συμμετοχή του στη οργάνωση Ergenekon που είχε ως στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν). Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κεμαλιστές αποδέχονται την έννοια του Ισλάμ εντός ενός συγκεκριμένου και προκαθορισμένου πλαισίου το οποίο διαχωρίζει τη θρησκεία από το κράτος. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι η δήλωση και ενός άλλου ανώτατου Τούρκου αξιωματικού ο οποίος όταν ερωτήθηκε να πει τη γνώμη του για τον Erbakan είπε τα εξής: «Δεν με ενδιαφέρει εάν θα κερδίσει τις εκλογές για πέντε συνεχόμενες φορές. Εμάς μας απασχολούν δύο θέματα: πρώτον η ασφάλεια της Τουρκίας και δεύτερον να μην υπάρξει μια Πέμπτη Φάλαγγα που θα διαμελίσει τη χώρα. Όποιος το επιθυμεί ας αναλάβει την εξουσία. Ας είναι και σοσιαλιστής. Όμως εάν αναλάβουν την εξουσία άτομα που ανήκουν στην Πέμπτη Φάλαγγα τότε θα γίνει πραξικόπημα».
Όμως τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί οι στρατιωτικοί σχεδίασαν την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν; Οι δίκες της Ergenekon, της Βαριοπούλας και των πραξικοπηματιών της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, φαινομενικά, αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού συστήματος στην Τουρκία. Πάντως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι δίκες αυτές είχαν ως στόχο να δώσουν ένα τέλος στην εξουσία του στρατιωτικού κατεστημένου και θεωρούνται ως μια αναμενόμενη εξέλιξη από τότε που ο Ερντογάν και το εθνικιστικό πολιτικο-θρησκευτικό σύστημα που τον στηρίζει ανέλαβαν την εξουσία της χώρας. Θα πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό ότι η ρήξη των ισλαμιστών με τους κεμαλιστές αποτελεί μια αναμέτρηση όλων εκείνων των πολιτικών, στρατιωτικών, ακαδημαϊκών, δικαστικών και οικονομικών κύκλων που στηρίζουν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους εναντίον μιας μεγάλης μερίδας θρησκευόμενων που έχουν τις ρίζες τους στον ισλαμικό κεμαλισμό.
Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις της Αραβικής Άνοιξης σε όλη τη Μέση Ανατολή, οι συγκρούσεις στη Συρία και οι εξελίξεις στο κουρδικό πρόβλημα έχουν λάβει πολύ σοβαρές διαστάσεις, επηρεάζοντας άμεσα την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας και αποτελούν τις βασικές αιτίες ενεργοποίησης των εθνικιστικών αντανακλαστικών των Τούρκων. Τούτο, σε συνδυασμό με την ιδεολογική κατανομή των ψηφοφόρων του κυβερνόντος κόμματος ΑΚΡ (το μεγαλύτερο τμήμα αυτών είναι εθνικιστές και κεμαλιστές-ατατουρκιστές), αποτελεί τη βασική αιτία που η χώρα τείνει να γίνει περισσότερο εθνικιστική. Άλλωστε, μια χαρακτηριστική εκδήλωση της τάσης αυτής αποτελεί η ακόλουθη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου στο συνέδριο του κόμματός του στην Konya στις 7-4-2012: «Το κόμμα ΑΚΡ ανέλαβε την αποστολή ενός νέου nizam-ı âlem και θα αναδείξει το ιερό έθνος μας σε μια παγκόσμια δύναμη. Μέχρι το 2023 θα ξανασυναντηθούμε (ξανασμίξουμε) με τα αδέλφια μας (τους Τούρκους) που βρίσκονται στα εδάφη που χάσαμε την περίοδο 1911-1923 και στα εδάφη από τα οποία αποχωρήσαμε. Αυτό αποτελεί ένα επιτακτικό ιστορικό καθήκον.» Διευκρινίζεται ότι στην Τουρκία υπάρχει μια θρησκευτικο-πολιτικο-ιδεολογική εθνικιστική κίνηση με την ονομασία nizam-ı âlem που έχει ως στόχο την ανάδειξη της τουρκο-ισλαμικής παιδείας και πολιτισμού, ενώ η εννοιολογική ερμηνεία του όρου nizam-ı âlem αφορά στη τάξη, την ομαλότητα και την οικονομική σταθερότητα που εξουσιάζει τη γη και το σύμπαν. Άλλωστε, σύμφωνα με το δημοσιογράφο Şahin Alpay της τουρκικής εφημερίδας Zaman (19-4-2012), το μεγαλύτερο ποσοστό των Τούρκων είναι θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι εθνικιστές και κρατικιστές, των οποίων οι απόψεις για το κουρδικό, την Αρμενία και άλλα θέματα (σ.σ. φυσικά εννοεί την Ελλάδα και την Κύπρο) έχουν τις ρίζες τους στον τουρκο-ισλαμισμό και συμπίπτουν με τους κεμαλιστές.
Όπως γίνεται κατανοητό, η Τουρκία αποτελεί μια εθνικιστική χώρα, που δεν διστάζει να προδίδει τους συμμάχους και συνομιλητές της (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Ισραήλ κ.λπ.) όταν το επιβάλλουν τα συμφέροντα της, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για κάποιον να εμπιστευθεί είτε το στρατιωτικό της κατεστημένο είτε την κυβέρνησή της. Αυτό προβληματίζει έντονα όλα τα γειτονικά της κράτη δημιουργώντας πόλους αντιπαράθεσης έναντι της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής στους οποίους η συμμετοχή, είτε φανερά είτε παρασκηνιακά, των Μεγάλων Δυνάμεων είναι ιδιαίτερα σημαντική.