Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Εξαιρετικό άρθρο του Αντ. Πανούτσου ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που ανακάλυψε το «μονά ζυγά μονόζυγα».


Η Ελλάδα είναι η χώρα που ανακάλυψε το «μονά ζυγά μονόζυγα»
Αντώνης Πανούτσος
(Πηγή : http://www.protothema.gr/)
Το σύστημα που δεν χάνει. Το σκεφτόμουν με την ιστορία του Νικ Κύργιου και την πορεία του στο Γουίμπλεντον.
Παίζει ο Νικ, κερδίζει τον Ναδάλ και τραβάει την προσοχή του τενιστικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας - όχι βέβαια επειδή ο Ελληνας δεν ζει χωρίς ρακέτα αλλά επειδή ο Κύργιος είναι Ελληνας. Για την ακρίβεια έχει Ελληνα μπαμπά και μαμά από τη Μαλαισία. Λεπτομέρειες για μας. Είπαμε, ο μπαμπάς είναι Ελληνας.
Με το φτωχό μου το μυαλό να το δεχτώ λοιπόν. Να παραβλέψω το ότι ο Κύργιος δεν έχει κάνει στην Ελλάδα ούτε σερβίς και να τον πω Ελληνα. Μόνο που τότε θα πρέπει να πω ότι ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης είναι Καμερουνέζος και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο Νιγηριανός. Ιδιαίτερα ο Αντετοκούνμπο που και οι δύο γονείς είναι από τη Νιγηρία. Δεν ισχύει όμως ή τουλάχιστον όχι στον μεγαλύτερο βαθμό.
Η ράτσα παίζει ρόλο, ιδιαίτερα για λαούς με ιδιαίτερα σωματικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, και ο Σχορτσανίτης και ο Αντετοκούνμπο βοηθήθηκαν από την καταγωγή τους, αφού το ύψος τους είναι πιο συνηθισμένο στις χώρες καταγωγής τους απ’ ό,τι στη χώρα όπου μεγάλωσαν. Κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε με έναν αθλητή με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, που θα είχε το πλεονέκτημα να παίξει πυγμαχία στα ελαφρά βάρη, ή με καταγωγή από τη Σαμόα, όπου με βάρος 100 κιλά είσαι αδύνατος, που θα είχε αβαντάζ να αγωνιστεί στο σούμο. Ενα επίσης σημαντικό στοιχείο είναι η αποδοχή που έχει η μειονότητα από την οποία προέρχεται, αφού όσο μικρότερη είναι αυτή τόσο περισσότεροι αθλητές της αγωνίζονται σε σκληρά σπορ. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η πυγμαχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον 19ο αιώνα η πλειοψηφία των πυγμάχων ήταν από την Ιρλανδία, στο πρώτο μισό του 20ού στην πυγμαχία μπήκαν οι Ιταλοί, στη συνέχεια οι μαύροι -όταν τους επιτράπηκε-, ενώ σήμερα οι περισσότεροι είναι Λατίνοι.
Το σημαντικό, όμως, είναι πού μεγαλώνει το παιδί. Αν τα παιδιά μετέφεραν τα βιώματα της καταγωγής τους στο DNA τους, ο Αντετοκούνμπο και ο Σχορτσανίτης όταν πήγαιναν στην Αφρική θα έμπαιναν στο δάσος και θα κυνήγαγαν τίγρεις και ο Κύργιος θα έπαιζε μπάσκετ. Τελικά όμως ασχολούνται με τα σπορ της χώρας όπου μεγάλωσαν. Και η χώρα αυτή μπορεί να είναι περήφανη ότι τους πέρασε την παράδοσή της.
Η Ελλάδα πρέπει να είναι περήφανη για τους νέους που βγάζει το σύστημά της. Αν μάλιστα αυτά τα παιδιά νιώθουν κάποιες φορές την αγάπη για τη γη των προγόνων τους, υγιές είναι. Το ίδιο, άλλωστε, θέλουμε να πιστεύουμε και για τους ελληνικής καταγωγής ξένους. Τη διαφορά, πάντως, την κάνει η σημαία στην οποία νιώθεις ότι ανήκεις. Και ανάμεσα στον Νικ Κύργιο και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ο δεύτερος είναι εκατό φορές πιο Ελληνας.
Στα δύσκολα
Το βασικό σημείο είναι ο ξένος να έχει τη διάθεση να ενταχθεί στη ζωή και τον πολιτισμό της χώρας όπου ζει. Οι γονείς Αντετοκούνμπο βάφτισαν τα παιδιά τους Γιάννη, Θανάση, Κώστα και Αλέξη, σαν να τους έλεγαν: «Στην Ελλάδα ήρθατε για να γίνετε Ελληνες».
Τα παιδιά αυτά δεν μεγάλωσαν μη μου άπτου. Στις λαϊκές πούλαγαν ρολόγια και γυαλιά ηλίου και το «σκυλάραπα» πρέπει να το έχουν ακούσει περισσότερο από το όνομά τους.
Μετ’ εμποδίων
Δεν μάσησαν όμως. Κατάλαβαν ότι στη μάχη της καινούριας ζωής ο μετανάστης θα πρέπει να ξεπεράσει αδικίες και εμπόδια που δεν αντιμετωπίζει ο γηγενής. Οταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο επιλέχθηκε στο ντραφτ του ΝΒΑ σήκωσε την ελληνική σημαία. Ως άντρας, πλέον, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ήξερε ότι η Ελλάδα, που έγινε πατρίδα του, αξίζει περισσότερο από τα παραληρήματα μερικών ηλιθίων.
O εύκολος δρόμος
Υπάρχει βέβαια και ο εύκολος δρόμος για τον μετανάστη, να διαμαρτύρεται για το πόσο ρατσιστική είναι η Ελλάδα και πόσο αδικήθηκε. Ο συγκεκριμένος τομέας θα είναι αποδοτικός σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση και ήδη σχηματίζεται ουρά.