Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για την αξία της κλασσικής λογοτεχνίας


Την πάτησε το τρένο
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Αλήθεια τι είναι καλύτερο; Να διαβάσει κανείς το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι ή να διαβάσει κάποιο σοβαρό έργο για την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812;
Πόσο κοντά στον αληθινό είναι ο Κουτούζοφ που περιγράφει ο ηγεμόνας της ρωσικής λογοτεχνίας; Και τι χρειάζονται όλες αυτές οι ατέλειωτες περιγραφές, αν στην πραγματικότητα θέλεις να μάθεις Ιστορία; Κι όλα αυτά τα πρόσωπα, η Νατάσα, ο πρίγκιπας Αντρέ, ο Πιερ; Εχει τόση σημασία να ξέρεις ότι η ρωσική αριστοκρατία μιλούσε γαλλικά; Μήπως είναι αποδοτικότερη η ανάγνωση κάποιου ιστορικού έργου που αναφέρεται στην εξέγερση των δημοκρατικών εναντίον της μοναρχίας του Λουδοβίκου-Φιλίππου, του οίκου της Ορλεάνης, αποδοτικότερη και διαφωτιστικότερη από την ανάγνωση των τόμων που έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ και αναφέρονται στα γεγονότα των ημερών εκείνων όπου πρωταγωνιστεί ο περίφημος Γαβριάς; Σε βοηθάει σε τίποτε να ξέρεις πως το «Γαβριάς» εισήχθη στη γαλλική γλώσσα ως κύριο όνομα από τον συγγραφέα των «Αθλίων» και μετά έγινε λέξη που σημαίνει «ο αλητάκος»; Γιατί ήταν μια εποχή που οι συγγραφείς πλούτιζαν τις γλώσσες με τις δικές τους εμπνεύσεις. Ακόμη καλύτερα, σε βοηθάει να ξέρεις ότι ο Ουγκώ ενδέχεται να πήρε τη λέξη από το ελληνικό «γαύρος» που πριν γίνει επίθετο των Ολυμπιακών σήμαινε ο «ατίθασος»; Κι αυτός ο μεγαλοφυής μεταφραστής στα ελληνικά, ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίτσης, ο οποίος απέδωσε τον Jean Valjean ως Γιάννη Αγιάννη μήπως ήταν πραγματικός λογοτέχνης; Κανένα λεξικό δεν τον καθοδήγησε, και καμία σημασία. Τον ενέπνευσε μόνον η λογοτεχνική του ευαισθησία. Ειρήσθω εν παρόδω, και για την Ιστορία, επειδή εμείς οι κάτοικοι της Ελλάδας του 21ου αιώνα νομίζουμε πως ανακαλύψαμε την πυρίτιδα και πως γίναμε Ευρωπαίοι γιατί οδηγούμε αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, οι «Αθλιοι» μεταφράστηκαν στα ελληνικά την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησαν στη Γαλλία, το 1862. Μήπως ο ηρωισμός των προσώπων στο «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι ξεπερασμένος; Μήπως ο κατατρεγμός του Γιάννη Αγιάννη ανήκει σε άλλη εποχή; Κι αν ναι, τι νόημα έχει να διαβάζουμε τους κλασικούς;
Απολύτως κανένα. Η λογοτεχνία, η μεγάλη λογοτεχνία, η κλασική λογοτεχνία, είναι γεμάτη από άχρηστες πληροφορίες και μακροσκελείς περιγραφές - τις εγκαινιάζει ο Ομηρος με τον κατάλογο των πλοίων στο Β΄ της Ιλιάδας. Και σε έναν κόσμο που διψάει για ταχύτητα και αποτελεσματικότητα είναι πολύ λογικό η κλασική λογοτεχνία να πάρει τη θέση που της αξίζει. Δεν θυμάμαι αν το έχει πει ο Καλβίνο ή ο Εκο πως ο ορισμός του κλασικού βιβλίου είναι αυτό που όλοι θέλουν να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους, αλλά κανείς δεν θέλει να διαβάσει. Βρίσκεται εκεί, στα πάνω ράφια, γεμάτο σκόνη και ζωύφια του χαρτιού, όπως περιγράφει ο Σουίφτ τους αρχαίους στο υπέροχο «Ο πόλεμος των βιβλίων». Αλήθεια ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση σήμερα- ίνα μη είπω την τριτοβάθμια τοιαύτη. Και δεν αναφέρομαι στις ώρες διδασκαλίας, ούτε στα αποσπάσματα από σύγχρονα έργα με τα οποία έχουν εμπλουτισθεί τα εγχειρίδια, αυτές οι μηχανές του κιμά που σε κάνουν να σιχαθείς και τη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Αναφέρομαι στη λογοτεχνία, κυρίως στην κλασική λογοτεχνία, σ’ αυτήν που έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τη σκέψη με πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ οποιοδήποτε εγχειρίδιο κοινωνικών επιστημών, οικονομικής θεωρίας ή πολιτικού οραματισμού. Αυτή η λογοτεχνία που πάντα δημιουργούσε οχυρά ελευθερίας στη συνείδηση των αναγνωστών της.
Η πολιτική υπήρξε ένα από τα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου ακόμη κι αν δεν ήσουν πολιτικός έπρεπε τουλάχιστον να είσαι «πολιτικοποιημένος». Τι σήμαινε είμαι «πολιτικοποιημένος»; Σήμαινε ότι στην καλύτερη περίπτωση διαβάζω Πουλαντζά, στη χειρότερη το λεξικό του μαρξισμού του Ρόζενταλ και το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο. Η φτώχεια του δημόσιου διαλόγου, η σιτοδεία των ιδεών σ’ ένα μεγάλο μέρος οφείλεται σε αυτήν τη μονομανία που καθιερώθηκε ως η εύκολη παροχή διανοητικών υπηρεσιών. Σ’ αυτήν την έλλειψη λογοτεχνικής παιδείας οφείλεται και μια άλλη δυσμενής όψη του δημόσιου βίου μας, η μετάλλαξη των πρώην στρατευμένων στην αριστερή ιδεολογία σε στρατευμένους του φιλελευθερισμού, η αντιμετώπιση του φιλελευθερισμού με την ίδια δογματική εμμονή που κάποτε υπερασπίζονταν τα θαύματα του σοσιαλισμού. Η λογοτεχνική σκέψη, και μιλώ για την κλασική λογοτεχνία, είναι αντιδογματική σκέψη. Η δε υποχώρηση της λογοτεχνικής παιδείας σε όλη την ευρωπαϊκή εκπαίδευση δημιουργεί το κατάλληλο υπόβαθρο και για την επιβολή της ενιαίας σκέψης και της οργουελιανής εμπνεύσεως νεογλώσσας της πολιτικής ορθότητας. Στη μικρή μας χώρα, με την ανύπαρκτη λογοτεχνική παιδεία, καμία από τις προαναφερθείσες πολιτισμικές ασθένειες δεν λείπει. Κι αν τσακωνόμαστε με τόση ευκολία είναι επειδή αναζητούμε την ενιαία σκέψη, όμως δεν μας αφήνει να την επιτύχουμε ο κακός μας χαρακτήρας. Κάτι είναι κι αυτό.
Σε προηγούμενη αναφορά μου στο θέμα, αναγνώστης είχε σχολιάσει πως είναι σύνηθες άνθρωποι που ασχολούνται με τη λογοτεχνία να της δίνουν τόση σημασία. Η γνωστή αλαζονεία όσων θεωρούν εαυτούς αρκούντως μορφωμένους ώστε να μη χρειάζονται άλλο. Και όσων δεν έχουν ιδέα από λογοτεχνία ώστε να τη θεωρούν χάσιμο χρόνου. Το είπε και ο κ. Ταμήλος. «Δεν θα κάτσουμε να μάθουμε τώρα. Ο,τι ξέρουμε το ξέρουμε». Αγγιξε την ψυχή του Ελληνα ο άνθρωπος. Απλώς να θυμίσω ότι οι παλαιότερες γενιές δεν θεωρούσαν κάποιον καλλιεργημένο εάν δεν είχε διαβάσει τους «Αθλιους» - ει δυνατόν στο πρωτότυπο. Και να διευκρινίσω ότι ο τίτλος είναι αναφορά στο άλλο αριστούργημα του Τολστόι, την «Αννα Καρένινα», τη δυστυχή που την πάτησε το τρένο, έργο επίσης «ξεπερασμένο» που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Κοραλίας Μακρή.