Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου για τον κυνισμό στην ελληνική πολιτική σκηνή


Κυνισμός και παλιά δαντέλα
Τάκης Θεοδωρόπουλος 
Η μοναδική φορά στη ζωή μου που είχα την τιμή να απολαύσω live συνεδρίαση στο Κοινοβούλιο ήταν τον Ιούνιο του 2010, όταν είχα κληθεί στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων να μιλήσω για την πολιτική του βιβλίου. Τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως τα περίμενα, αν και ποτέ τα πράγματα, όταν τα ζεις δεν είναι ακριβώς όπως τα περιμένεις. Στα έδρανα της αίθουσας της Γερουσίας ήταν σκορπισμένοι καμιά σαρανταριά άνδρες και γυναίκες, γνωστές φυσιογνωμίες οι περισσότεροι, από τους οποίους, δύο ώρες μετά, δεν είχαν απομείνει παρά πέντε ή έξι. Οι υπόλοιποι είχαν δώσει το «παρών», προφανώς το βιβλίο δεν ήταν από τα καυτά θέματα της εκλογικής τους περιφέρειας, ως εκ τούτου αποχωρούσαν διακριτικά. Την τέχνη την ήξεραν καλά: εκεί που μέχρι λίγο πριν στεκόταν μία από τις γνωστές φυσιογνωμίες, όταν το βλέμμα ξαναπερνούσε από το ίδιο σημείο δεν υπήρχε κανείς. Βουλευτίνα της συμπολίτευσης από τη Θεσσαλονίκη δεν σήκωσε ούτε για μια στιγμή το μάτι της από την οθόνη του κινητού της, και κάποια άλλη συνάδελφός της, από την αντιπολίτευση αυτή, αναφέρθηκε με τον γνωστό καταγγελτικό στόμφο στο γεγονός ότι δεν πρέπει να παραμεληθεί το «αναλογικό» βιβλίο για να ενισχυθεί το ψηφιακό. Είναι και τα βιβλία σαν τα ρολόγια. Σε βοηθούν να συνειδητοποιήσεις τον χρόνο που περνάει, ενίοτε δε καλλιεργούν την ψευδαίσθηση πως μπορείς να τον χειραγωγήσεις. Από τη γενικευμένη αδιαφορία ξεχώρισα μόνον την παρέμβαση του Αδ. Γεωργιάδη, ο οποίος όχι μόνον ήξερε το ζήτημα, αλλά είχε και πολιτική πρόταση. Το υπόλοιπο πρόγραμμα κύλισε απαλά, χωρίς εξάρσεις και εντάσεις, μια αλληλουχία από παρεμβάσεις που θύμιζαν την ευθεία γραμμή στο καρδιογράφημα του νεκρού σώματος. Ηταν προφανές πως ουδείς ενδιαφερόταν. Επρεπε όμως να διεκπεραιώσουν το καθήκον, σαν σκοπιά σε στρατόπεδο έξω από την Καλαμάτα σε καιρό ειρήνης.
Να θυμίσω απλώς ότι τον Ιούνιο του 2010, το Κοινοβούλιο το κρατούσαν περικυκλωμένο οι περίφημοι «Αγανακτισμένοι». Εβριζαν, μούτζωναν, απειλούσαν πως θα βάλουν φωτιά, κάθε τόσο τα έσπαγαν και έπαιζαν ξύλο με την αστυνομία και γενικώς συμπεριφέρονταν σαν να είχε έρθει η ώρα τους, σαν να ήταν αυτοί οι κυρίαρχοι των εξελίξεων. Πολλών η σοβαρότητα κρίθηκε τότε και πολλών η κρίση κατέρρευσε. Θυμάμαι κάποιον να μου απαντάει πως και στη Γαλλική Επανάσταση, στους δρόμους, δεν άκουγες σοβαρότερες αναλύσεις, οπότε μην έχω και πολλές απαιτήσεις. Καθήκον μας ήταν να αφήσουμε τον λαό να μας δείξει τον δρόμο. Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία, που έλεγε κι ο Λοΐζος, δικαίωμα του καθενός είναι να γράψει τη δική του και οι «Αγανακτισμένοι», ως γνωστόν, έγραψαν τη δική τους. Απεσύρθησαν ησύχως όταν ήρθε η ώρα των θερινών διακοπών, αφήνοντας πίσω τους, εκτός από την καθιέρωση της μούντζας και της χυδαιολογίας ως γλώσσας πολιτικής αντιπαράθεσης, και μια πολιτική τερατογένεση, τη Χρυσή Αυγή. Η οποία, στην πραγματικότητα, δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να αντιπροτείνει τον δικό της κυνισμό στον κυνισμό ενός κοινοβουλευτισμού που δεν ξέρει ποια είναι στην πραγματικότητα τα «ενδιαφέροντά» του και ποιοι οι στόχοι του, απλώς διεκπεραιώνει υποθέσεις.
Η αδιαφορία για την τήρηση των προσχημάτων, η απροκάλυπτη περιφρόνηση των θεσμών και των εκπροσώπων τους δεν είναι εφευρήματα της Χρυσής Αυγής. Παρακολουθούσα τις ασκήσεις υποκριτικής του κ. Αρβανίτη, ο οποίος προσπαθούσε να δώσει τη δική του ερμηνεία στον ναζιστικό χαιρετισμό. Εχει ενδιαφέρον, διότι ο κ. Αρβανίτης διαφέρει από τον σωματότυπο του μέσου χρυσαυγίτη, και αν μη τι άλλο δεν κακοποιεί την ελληνική με τα διάφορα «εγέρθητω», «αθρώποι» κ.λπ. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, διότι με το περιποιημένο μουστακάκι του, το κοστουμάκι του, μοιάζει με τον συμβολικό σύνδεσμο των σημερινών χρυσαυγιτών με τους νοσταλγούς της δικτατορίας. Κάλλιστα θα μπορούσε να χορεύει τσάμικο και να σπάει αυγά Πάσχα στο στρατόπεδο τεθωρακισμένων στο Μεγάλο Πεύκο. Και είναι ακριβώς αυτή η φυσιογνωμία την οποία έχει φτιάξει που του επιτρέπει να νομιμοποιήσει ακόμη και τον ναζιστικό χαιρετισμό στη συνείδηση των «εθνικοφρόνων» ακροατών του. Διότι, αυτό που τους λέει, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν μας ενδιαφέρει σε τι Θεό πιστεύεις και ποια ιδεολογία ταλαιπωρεί τους εγκεφαλικούς σου νευρώνες. Αρκεί να είσαι Ελληνας, «ελληναράς» κατά προτίμηση, και να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αφήσεις τα προσχήματα και τις υποκρισίες για να επιβάλεις τα δίκαια της «αγανάκτησής» σου. Διότι, ως Ελληνας, μόνο δίκιο μπορείς να έχεις και, ως Ελληνας, μόνον αγανακτισμένος μπορείς να είσαι, γιατί αυτό το δίκιο στο κλέβουν διάφοροι ανθέλληνες, κλέφτες, λαμόγια και ούτω καθεξής. Εχει και ο κυνισμός τα δικαιώματά του. Και μην ξεχνάμε ότι ο Διογένης ζήτησε από τον Αλέξανδρο να παραμερίσει για να μην του κρύβει τον ήλιο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει τίποτε με το χταπόδι που του κάθισε στο στομάχι και τον έστειλε στον άλλο κόσμο.
Ο κυνισμός τού «εντάξει, μωρέ, τι έγινε» που λειτούργησε ως κυρίαρχη ιδεολογία της πολιτικής τάξης από τη δεκαετία του ’80 και μετά, μόνον κυνικές τερατογενέσεις μπορεί να δημιουργήσει. Ο ψηφοφόρος του Κασιδιάρη δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη και να ψηφίσει Σπηλιωτόπουλο αν αυτός, εκτός από τις πλατείες που υπόσχεται να φτιάξει –έλεος πια– του υποσχεθεί πως θα πετάξει στη θάλασσα και μερικούς ακόμη μετανάστες. Στο ρινγκ του κυνισμού κερδίζει πάντα ο κυνικότερος, αυτός που και χαστούκια ξέρει να ρίχνει και ποτήρια νερό να αδειάζει στο πρόσωπο των συνομιλητών του. Δεν πα να σε φωνάζουν ναζί, όσο ο κοινοβουλευτισμός προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια του με τη δαντέλα της χαμένης αθωότητας, μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος.