Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Το πολύ καλό άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου με αφορμή την αρχιτεκτονική του Παρθενώνα


Η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η θέα του Παρθενώνα στο βάθος της προοπτικής της Πατησίων είναι από τις ωραιότερες. Φαίνεται ολόκληρη η κιονοστοιχία της βόρειας πλευράς, μια κιβωτός σιωπής που δεσπόζει στον ορίζοντα της πόλης.
Σαν να σε κοιτάζει από το ύψος του χρόνου και να μετράει τα βήματά σου, ένας ευγενής γέροντας που αδιαφορεί για τη βαβούρα της σύγχρονης ζωής γύρω του. Αδύνατον να του γλιτώσεις.
Ο Πλούταρχος γράφει στον βίο του Περικλή πως το αρχιτεκτόνημα συνδυάζει το νεαρό σφρίγος με το αρχαίο κάλλος – ήδη στην εποχή του ο ναός ήταν αρχαίος. Δεν με γοητεύει η αισθητική του αρτιότητα και ακούω χωρίς να τα καταλαβαίνω, αν και τα θαυμάζω, τα όσα λέγονται για τον τρόπο που χτίστηκε, για τις τεχνικές επινοήσεις, για τους μαθηματικούς υπολογισμούς, για τις εντάσεις των κιόνων. Αντίθετα, αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι ο τρόπος με τον οποίον παρεμβαίνει στη σύγχρονη ζωή, μια συσσωμάτωση από χρόνο, ανθρώπινες ζωές, ιστορία, δημιουργικές καταστροφές, που διακόπτει τη ροή της καθημερινότητας, ένα γεγονός που σου θυμίζει πως ο κόσμος που ζεις δεν σου ανήκει αποκλειστικά, πως δεν είσαι μόνος.
Ξέρω τα αντεπιχειρήματα. Ο Παρθενώνας καθήλωσε τη σύγχρονη Ελλάδα με τον συμβολισμό του, δεν της επέτρεψε ποτέ να βρει τον εαυτό της, τρομοκράτησε τη δημιουργία της, τη γέμισε με νοσταλγία και παραποίησε τις διαστάσεις της. Η χώρα γεννήθηκε και έζησε επί δύο αιώνες σε έναν κόσμο που της έπεφτε μεγάλος, και για να αμυνθεί, για να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν, οχυρώθηκε μέσα στα ερείπιά της.
Ο αγριάνθρωπος της διπλανής πόρτας, αυτός που πιστεύει πως έχει πάντα δίκιο, ο μικροϊδιοκτήτης της ζωής του που λύνει και δένει παίζοντας σταυρόλεξο με τις απόψεις του, δεν γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει. Προτιμάει να καβαλάει το πεζοδρόμιο με το δίτροχό του και να φωνάζει για τα κεκτημένα δικαιώματα κάποιου ελληνισμού περιορισμένου στο μικροχώραφο των κεκτημένων του δικαιωμάτων. Δεν θα μάθει ποτέ, για να μην ταράξει τη μακάρια βλακεία του, πως οι Ελληνες, με όλα τους τα ελαττώματα, δημιούργησαν μια αιωνιότητα που τους ανήκει, που ανήκει στη θνητή διάσταση της ύπαρξης.
Ας μου συγχωρεθεί η λυρική διάθεση, ελέω Πρωτοχρονιάς, πλην όμως κι εγώ, όπως πολλοί από εμάς, ψάχνω να βρω ποια είναι αυτά τα πράγματα που με συμφιλιώνουν μ’ αυτήν την πόλη, την Αθήνα, μ’ αυτόν τον τόπο. Γιατί πιστεύω πως η Ελλάδα είναι μια υπόθεση πολύ σοβαρή για να την αφήσεις στα χέρια των ελάχιστων πολιτικών της ηγετών και σε όσους παίζουν το νούμερό τους στην επιθεώρηση του δημόσιου βίου. Και ποιος είναι ο δρόμος που θα μας βγάλει από τα βαλτονέρια που ζούμε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνον τα χρόνια της κρίσης, αλλά και τα προηγούμενα, τότε που τρέχαμε στα τυφλά για τη μετωπική με τη μοίρα μας; Και γιατί οι δυσκολίες των τελευταίων ετών μάς βοήθησαν να βγάλουμε στον αφρό τον χειρότερο εαυτό μας, τις αδυναμίες μας, την ανικανότητά μας;
Θυμάμαι που στη δεκαετία του εβδομήντα ήταν της μόδας να λένε πως δεν θέλουμε η χώρα μας να γίνει ένα απέραντο μουσείο. Την κάναμε ένα απέραντο σκυλάδικο.
Και στο σημείο αυτό βλέπω την εικόνα του Παρθενώνα στο βάθος της προοπτικής της Πατησίων, έτσι όπως τη θυμάμαι από μικρός. Ασχημα θα ήταν η Ελλάδα να γίνει το μουσείο της Ευρώπης; Μήπως αυτή είναι η πραγματική σημασία της ανάπτυξης; Αυτοί που περιφρονητικά αποκαλούμε γραικύλους της ρωμαϊκής εποχής υπήρξαν σίγουρα σοφότεροι και αξιότεροι ημών. Εμείς θελήσαμε να γίνουμε βιομήχανοι και καταντήσαμε αχόρταγοι μιζαδόροι.
Καλή χρονιά.