Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Ανάλυση του Economist για την κρίση της οικονομίας της Ινδίας


Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας βυθίζεται από τη φυγή ξένων κεφαλαίων
Βουτιά του εθνικού νομίσματος της Ινδίας. Πιέσεις στα κρατικά ομόλογα – Επιβραδύνεται η ανάπτυξη
The Economist
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Το πρωί της 17ης Αυγούστου, τα περισσότερα μέλη του οικονομικού επιτελείου της Ινδίας συγκεντρώθηκαν στην οικία του πρωθυπουργού στο Δελχί.
Κυρίαρχο θέμα στην ατζέντα της συνάντησης ήταν η επίσημη ιστορική αποτίμηση της περιόδου 1981-97, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που είχε ξεσπάσει το 1991. Η ατμόσφαιρα ήταν, ωστόσο, ιδιαίτερα τεταμένη. Ο Μανμόχαν Σινγκ, πρωθυπουργός της Ινδίας, δήλωσε ότι για μία ακόμη φορά η Ινδία είναι αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες. «Μήπως η ιστορία επαναλαμβάνεται;» αναρωτήθηκε ο Ντουβούρι Σουμπαράο, ο απερχόμενος κεντρικός τραπεζίτης της χώρας. «Δηλαδή, δεν αποκομίσαμε κανένα δίδαγμα από τη μια κρίση στην άλλη;» προσέθεσε ο ίδιος.
Μία ημέρα πριν, οι αγορές της Ινδίας είχαν διανύσει την πλέον ταραχώδη συνεδρίαση των τελευταίων ετών. Η ρουπία και τα χρηματιστήρια βυθίστηκαν. Το κόστος δανεισμού στις αγορές χρήματος εκτοξεύθηκε. Οι μετοχές των τραπεζών που θεωρείται ότι έχουν πληθώρα κόκκινων δανείων ή δεν διαθέτουν επάρκεια καταθέσεων παρουσίασαν μεγάλες απώλειες.
Αυτή η μεγάλη ρευστοποίηση θέσεων από τις αγορές της Ινδίας διαφαινόταν από τις 14 Αυγούστου, όταν επιβλήθηκαν όρια στην κίνηση κεφαλαίων, για να αποφευχθεί μια μαζική εκροή χρημάτων από τη χώρα. Επικράτησε πανικός, διότι οι ξένοι επενδυτές στην Ινδία άρχισαν να φοβούνται μην επαναληφθεί το απόλυτο «πάγωμα» στην κίνηση κεφαλαίων όπως είχε συμβεί στη Μαλαισία το 1998.
Οι Αρχές της Ινδίας έχουν, ασφαλώς, αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο στις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Αλλά οι αγορές συνεχίζουν να κινούνται καθοδικά. Στις 20 Αυγούστου, η κεντρική τράπεζα της Ινδίας (RBI) ανακοίνωσε ότι είναι πολύ πιθανό να παρέμβει ώστε να εξομαλύνει τις πιέσεις στην αγορά των κρατικών ομολόγων. Η ρουπία έχει ήδη υποχωρήσει 64% έναντι του δολαρίου, διολισθαίνοντας σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Είναι πλέον κοινή πεποίθηση πως η χώρα βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση από το 1991.
Ασφαλώς, η Ινδία δεν είναι η μοναδική χώρα στον αναδυόμενο κόσμο που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση. Από τον Μάιο, όταν η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) υπονόησε ότι θα περιορίσει το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων από τα τρέχοντα 85 δισ. δολάρια σε μηνιαία βάση, οι επενδυτές άρχισαν να προσαρμόζονται στην ιδέα ενός κόσμου όπου το χρήμα δεν είναι πλέον τόσο φθηνό και εύκολα διαθέσιμο από την ισχυρότερη κεντρική τράπεζα του κόσμου.
Οι εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές εκτοξεύθηκαν μέσα στους τελευταίους τρεις μήνες, οδηγώντας τις ισοτιμίες τους σε πτώση από 5% έως 15% έναντι του δολαρίου. Οι αποδόσεις ομολόγων έχουν αυξηθεί από τη Βραζιλία μέχρι την Ταϊλάνδη. Ορισμένες κυβερνήσεις δεν δίστασαν να παρέμβουν στις αγορές για να εξομαλύνουν τις πιέσεις. Στις 11 Ιουλίου, η Ινδονησία αύξησε το βασικό επιτόκιο για να αναχαιτίσει την ελεύθερη πτώση της ισοτιμίας της. Την 21η Αυγούστου, ο πρόεδρος της χώρας δήλωσε ότι είναι πολύ πιθανό να αναγγείλει πρόσθετα μέτρα για να διαφυλάξει την οικονομική σταθερότητα της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ινδία ως η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ασία είναι παγιδευμένη σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη θέση. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας δεν ήταν ενθαρρυντικές τα τελευταία δύο χρόνια. Ο ρυθμός ανάπτυξης στο 4% με 5% είναι κατά το ήμισυ χαμηλότερος συγκριτικά με την περίοδο της μεγάλης άνθησης από το 2003 μέχρι το 2008. Μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη πτώση στην οικονομική δραστηριότητα. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή παραμένει πεισματικά στο 10%. Οι απόπειρες του υπουργείου Οικονομικών να περιορίσουν τη γραφειοκρατία για να δρομολογηθούν μεγάλα βιομηχανικά έργα δεν είχαν τελικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Και οι επικείμενες εκλογές, προγραμματισμένες για τον Μάιο του 2014, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο αυτό το κλίμα αβεβαιότητας.
Ενας ακόμη αρνητικός παράγοντας για τη σταθερότητα της ινδικής οικονομίας είναι η εξάρτησή της από τα ξένα κεφάλαια. Τέλη του 2012, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στο 7% του ΑΕΠ, αν και φέτος αναμένεται να έχει μειωθεί στο 4% με 5%. Αν και ο εξωτερικός δανεισμός δεν έχει αυξηθεί σε επίκινδυνο βαθμό, δηλαδή παραμένει στο 21% του ΑΕΠ, οι τίτλοι του Δημοσίου είναι σήμερα περισσότερο βραχυπρόθεσμοι παρά μακροπρόθεσμοι. Μέσα στο επόμενο έτος υπολογίζεται ότι οι συνολικές υποχρεώσεις της κυβέρνησης, δηλαδή το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μαζί με το χρέος που θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί, θα φθάσουν τα 250 δισ. δολάρια (208 δισ. ευρώ). Δηλαδή αυτές οι υποχρεώσεις υπερκαλύπτονται κατά 1,1 φορές, ένα επίπεδο αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με προηγούμενα έτη. Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμο να παραμείνουν οι ξένοι επενδυτές εντός των συνόρων της Ινδίας. Οι τοποθετήσεις των επενδυτών στις εισηγμένες εταιρείες της Ινδίας ανέρχονται στα 200 δισ. δολάρια (150 δισ. ευρώ). Από τον Μάιο έχουν ρευστοποιηθεί θέσεις της τάξεως των 3 δισ. δολαρίων, αλλά εάν ακολουθήσει μια μαζική αποχώρηση, τότε η χώρα θα μείνει ανυπεράσπιστη.
Η κατάσταση δεν είναι όπως το 1991
Η κρίση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ξέσπασε στην Ινδία το 1991 διαφέρει από την τρέχουσα κατάσταση. Τότε, η Ινδία είχε σταθερή ισοτιμία, οδηγώντας τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να μεταφέρει αεροπορικώς χρυσό στην Τράπεζα της Αγγλίας για να εξασφασλίσει ένα δάνειο. Σήμερα, η ρουπία διαπραγματεύεται ελεύθερα στις αγορές συναλλάγματος και το χρέος της κυβέρνησης σε ξένο νόμισμα είναι πολύ χαμηλό. Στον ιδιωτικό τομέα, όμως, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο δύσκολα. Τα επιτόκια δανεισμού θα παρουσιάσουν απότομη άνοδο, οδηγώντας στη χρεοκοπία ορισμένες επιχειρήσεις, ενώ ελλοχεύει κίνδυνος μιας πιστωτικής κρίσης. Οπότε, ίσως, να προσφέρεται μία ακόμη ευκαιρία για την Ινδία να θωρακίσει περαιτέρω την οικονομία της από τους εξωτερικούς παράγοντες.