Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Ένα ενδιαφέρον άρθρο της Washington Post για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας


Αναζητώντας το κλειδί για τη ρωσική πύλη
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Ενα δείγμα της ρωσικής αμυντικής στάσης, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράνοια, αφορά το γεγονός ότι πολλά στελέχη της ρωσικής κυβέρνησης αντιμετωπίζουν την πρόσφατη συζήτηση γύρω από το φυσικό αέριο σχιστόλιθου και το πετρέλαιο ως αμερικανική προπαγάνδα σχεδιασμένη να υποβαθμίσει την επιρροή της Μόσχας ως παραγωγού ενέργειας.
Η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίζει δείγματα διπλωματικής ανασφάλειας, που οφείλονται στο ότι η χώρα έπαψε να είναι υπερδύναμη και στη διάψευση των φιλοδοξιών της. Η Ρωσία διαθέτει, όμως, μεγάλο ειδικό βάρος. Είναι μία χώρα, που, παρά τις αδυναμίες της, συνεχίζει να έχει την ικανότητα να βοηθήσει ή να παρεμποδίσει τις αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες.
Η κυβέρνηση Ομπάμα αναζητεί τώρα νέες οδούς επικοινωνίας με τη Ρωσία. Στην κορυφή του καταλόγου βρίσκονται οι μεγαλύτεροι πονοκέφαλοι για την Ουάσιγκτον: Συρία, Ιράν και Βόρεια Κορέα. Ο Λευκός Οίκος εκτιμά ότι, ύστερα από περίοδο ψυχρών σχέσεων, ο Πούτιν είναι σήμερα έτοιμος για αναθέρμανση της συνεργασίας.
Αξιωματούχοι της αμερικανικής προεδρίας εκφράζουν την πεποίθησή τους πως ο πρόεδρος Πούτιν δεν απειλεί τα θεμελιώδη συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως φάνηκε και την εποχή κατά την οποία οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες. «Οι Ρώσοι επιδιώκουν να επανέλθουν στη σταθερότητα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ», λέει ανώτατος αξιωματούχος της κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον.
Η προσέγγιση με τη Μόσχα έχει λάβει προσωπικό χαρακτήρα, με τον αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν να δηλώνει ότι «κάθε πολιτική πράξη έχει προσωπικό χαρακτήρα». Ο Μπάιντεν «κορτάρισε» άλλωστε τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ στα παρασκήνια της συνόδου ασφαλείας στο Μόναχο, στις αρχές του μήνα. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τομ Ντόνιλον σχεδιάζει να επισκεφθεί τη Μόσχα, όπου θα συναντηθεί με τον πρόεδρο Πούτιν για να συζητήσουν θέματα εξοπλισμών. Ο νέος Αμερικανός ΥΠΕΞ, Τζον Κέρι, μίλησε με τον Λαβρόφ την περασμένη Κυριακή και σκοπεύει να συναντηθεί μαζί του στο άμεσο μέλλον.
Η συνάντηση Μπάιντεν - Λαβρόφ στις 2 Φεβρουαρίου αποτέλεσε την απαρχή της νέας συνεργασίας. Επισημαίνοντας ότι η Ρωσία είχε εκπαιδεύσει τη συριακή στρατιωτική μονάδα, αρμόδια για τα χημικά όπλα της χώρας, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος πρότεινε τη διασφάλιση των οπλικών αυτών συστημάτων, σε κοινό αμερικανο-ρωσικό πρόγραμμα, εφόσον το καθεστώς Ασαντ καταρρεύσει, αποδεικνύοντας ότι το ρωσικό ενδιαφέρον για τη Συρία δεν θα λήξει με την πτώση του Ασαντ.
Μπάιντεν και Λαβρόφ συζήτησαν επίσης τον κίνδυνο «βαλκανοποίησης» της Συρίας, με τη χώρα να διαιρείται σε φέουδα με βάση τη φυλετική ή θρησκευτική καταγωγή. Η Ρωσία αντιλαμβάνεται ότι μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά της.
Η διπλωματική συμβολή της Ρωσίας στη συριακή κρίση εκδηλώθηκε με τη συνάντηση Λαβρόφ και σεΐχη Αχμάντ Μοάζ αλ Χατίμπ, επικεφαλής συνασπισμού της συριακής αντιπολίτευσης. Μετά τη συνάντηση, ο Λαβρόφ επαίνεσε την πρόθεση του Χατίμπ να συναντηθεί με στελέχη του καθεστώτος Ασαντ.
Οταν ο Κέρι τηλεφώνησε στον Λαβρόφ την Κυριακή, «συζήτησαν τη σημασία της χρήσης της συνδυασμένης επιρροής Μόσχας και Ουάσιγκτον για την εξασφάλιση ομαλής πολιτικής μετάβασης στη Συρία», όπως ανέφερε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Παρότι οι διπλωματικές αυτές κινήσεις είναι ενθαρρυντικές, δεν είναι παρά αμυδρές φωτεινές πινελιές στο σκοτεινό έργο της ρωσικής στήριξης προς τον Ασαντ. Μέρος της αγανάκτησης που προκαλεί η συνεργασία με τον Πούτιν στους Δυτικούς αφορά την πεποίθηση του Πούτιν ότι όλα είναι ανοικτά σε διαπραγμάτευση. Η ρωσική στήριξη στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες στη Συρία ή στις προσπάθειες ανάσχεσης των ιρανικών πυρηνικών φιλοδοξιών έχει υψηλό τίμημα. Ποιο είναι, όμως, αυτό; Ο πρόεδρος Ομπάμα θα μπορούσε να επιτύχει συμφωνία, εάν γνώριζε ποιο είναι το τίμημα.
Επικριτές της πολιτικής Ομπάμα υποστηρίζουν ότι η διπλωματική εμπλοκή με τον Πούτιν θα επιτρέψει στον Ρώσο πρόεδρο να συνεχίσει την καταπιεστική του εσωτερική πολιτική. Ο Πούτιν είναι ένας δικτάτορας, ισχυρίζονται οι επικριτές του Ομπάμα, ο κατευνασμός του οποίου θα έχει δεινές επιπτώσεις. Ο Πούτιν ενθάρρυνε τον πόλεμο του Ασαντ κατά του λαού του, όπως είχε πράξει και αυτός με τους Τσετσένους αντάρτες. Η αμερικανική διπλωματική εμπλοκή με τον Πούτιν αποτελεί έτσι έμμεση συνέργεια στις αντιδημοκρατικές του πράξεις.
Ποια είναι λοιπόν η απάντηση σε αυτό το κλασικό δίλημμα εξωτερικής πολιτικής; Προσωπική μου γνώμη είναι ότι τα οφέλη της αμερικανο-ρωσικής συνεργασίας στα θέματα της Συρίας, του Ιράν, της Κορέας, του περιορισμού των πυρηνικών όπλων και σε άλλα θέματα, είναι τόσο σημαντικά που η προσέγγιση αξίζει τον κόπο.
Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε προχωρήσει σε τέτοια στρατηγική απόφαση στην πρώτη της θητεία, όταν επέλεξε ως άμεση προτεραιότητά της την «επανεκκίνηση» των σχέσεων με τη Ρωσία, υποβαθμίζοντας άλλα θέματα, όπως η αντιπυραυλική άμυνα και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η απόφαση εκείνη της κυβέρνησης Ομπάμα επέτρεψε στη Ρωσία να στηρίξει τις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Ιράν.
Μία δεύτερη προεδρική θητεία προσφέρει ευκαιρία για να διαπιστώσουμε εάν τα ρωσικά και τα αμερικανικά συμφέροντα μπορούν να ευθυγραμμιστούν. Για να εξασφαλίσει όσα επιθυμεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο πρόεδρος Ομπάμα οφείλει να ξεκλειδώσει τη ρωσική πύλη.