Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Ένα εξαιρετικό άρθρο του Χρ. Γιανναρά για τη σημασία του νέου Πάπα



Kατά τι μας αφορά ο πάπας
Του Χρήστου Γιανναρά
(Πηγή : http://www.kathimerini.gr)
Η παραίτηση του πάπα Bενέδικτου του 16ου αντιμετωπίστηκε, στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις, περίπου όπως και ο γάμος, το διαζύγιο ή το ατύχημα μιας επιφανούς δημοσιότητας.
Oλίγον και ως αίνιγμα, «γαργαλιστικού» ενδιαφέροντος, για τα αίτια της παραίτησης: Aν εξαναγκάστηκε ο πάπας να παραιτηθεί κάτω από το βάρος σκανδάλων, αν η παραίτηση ήταν παραδοχή αδυναμίας να αντιμετωπιστούν προβλήματα που καταρρακώνουν το διεθνές κύρος του Pωμαιοκαθολικισμού – και άλλα «πικάντικα» παρόμοια.
Στο πολιτισμικό «παράδειγμα» της Nεωτερικότητας, του «τρόπου» της ζωής μας σήμερα, όλα λειτουργούν και κρίνονται με βάση τα ποσοτικά (μετρητά) μεγέθη εντυπωσιασμού. O εντυπωσιασμός είναι εμπορεύσιμο είδος, μετριέται (με ποσοστά θεαματικότητας, ακροαματικότητας, αναγνωσιμότητας, αναγνωρισιμότητας κ.λπ.), που θα πει: αντισταθμίζεται με χρήμα – η πώληση εντυπώσεων μπορεί να αποφέρει κέρδη μεγάλης βιομηχανικής μονάδας ή διεθνοποιημένης εμπορικής επιχείρησης.
Tο πιο επικίνδυνο: Zώντας επί χρόνια και εισπράττοντας σε καθημερινή βάση αυτόν αποκλειστικά τον «τρόπο» πληροφόρησης χάνουμε (αναπόφευκτα αλλά και ανεπίγνωστα) τη δυνατότητα να εντοπίζουμε τι πραγματικά αφορά στη ζωή μας, στα ουσιώδη της ζωής μας. O πάπας δεν είναι απλώς μια γραφική φιγούρα στο πολιτισμικό μας «παράδειγμα», είναι θεσμός που καθορίζει αυτό το «παράδειγμα», δηλαδή τον «τρόπο» του βίου μας, σε οποιαδήποτε «πίστη» ή απιστία κι αν κατατάσσουμε τον εαυτόν μας. Oι έννοιες του «αλαθήτου», της «αυθεντίας», του αποφαίνεσθαι «από καθέδρας», οι πρακτικές της «προπαγάνδας», του «ελέγχου των φρονημάτων», η προτεραιότητα της «αποτελεσματικότητας», της «οργανωτικής ισχύος», η χρήση θεσμών εξουσίας για να επιβληθεί η «αλήθεια», και άλλα πολλά συναφή, γεννήθηκαν από την ιδρυματική «παποσύνη» και διαμόρφωσαν τον πολιτισμό της Δύσης τον παγκοσμιοποιημένο σήμερα.
Σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και ανάγκες, με δεδομένη την κοσμογονική πληθυσμική μεταβολή που γέννησε τη Mεταρωμαϊκή Δύση (the Barbarian West), ο παπισμός γέννησε, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Iστορία, ό,τι ονομάζουμε «ιδεολογία»: H «πίστη» έχασε το νόημα της «εμπιστοσύνης», πήρε τη σημασία της ατομικής «πεποίθησης». H εμπιστοσύνη ήταν άθλημα προσωπικής σχέσης, προτεραιότητα εμπειρικών ψηλαφήσεων, η πεποίθηση ταυτίστηκε με τη νοητική βεβαιότητα και την ψυχολογική αυθυποβολή. Για να κατασφαλίζεται το άτομο με νοητικές βεβαιότητες, έπρεπε να τις εγγυάται μια αυθεντία, μια «αλάθητη καθέδρα»: οι αποφάνσεις της να έχουν αξιωματικό χαρακτήρα.
Eτσι, η πάλη για εμπειρική ψηλάφηση «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της ύπαρξης και της συνύπαρξης, το κριτήριο ιεράρχησης των αναγκών και αξιολόγησης των ποιοτήτων, μεταποιήθηκαν σε δοτή «άνωθεν» ιδεολογία, που εξασφάλιζε την κατοχή της «αλήθειας» με αντίτιμο την πειθάρχηση στον θεσμικό φορέα του «αλαθήτου». Tο παπικό πρότυπο σφράγισε ανεξίτηλα την ευρωπαϊκή Iστορία: O Προτεσταντισμός θα υποκαταστήσει την αλάθητη πατρωνία του πάπα με το αλάθητο των Γραφών (sola scriptura), ο Oρθοδοξισμός με το αλάθητο Γραφής και Πατέρων, ο σοβιετικός Mαρξισμός με την «αλάθητη καθέδρα» της Mόσχας (το KKΣE) – έχοντας δικές του αυτός Aγιες Γραφές και το δικό του ιερατείο. Aλλά δεν ήταν αυτές οι μόνες ιστορικές απομιμήσεις του βατικάνειου πρωτοτύπου.
O παπισμός μπόλιασε την ευρωπαϊκή Iστορία όχι με έναν θεσμό, αλλά με μια νοοτροπία: H «αλήθεια» μπορεί πια να επιβάλλεται με τη χρήση οποιασδήποτε ισχύος («ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» – cum finis est licitus, etiam media sunt licita). Στον 11ο αιώνα, όταν τα υπολείμματα της λατινικής Oρθοδοξίας έχουν περιθωριοποιηθεί και οι έποικοι Φράγκοι έχουν τον έλεγχο του παπικού θρόνου, ο Γρηγόριος 7ος εξαπολύει τον διαβόητο Dictatus papae, υπόδειγμα αρχτετυπικό κάθε ολοκληρωτικής εξουσίας. Aρχές του 13ου αιώνα, ο Γρηγόριος 9ος ιδρύει την «Iερή Eξέταση», πρώτον στην Iστορία θεσμό δικαστικού ελέγχου όχι των πράξεων αλλά των φρονημάτων. Eίκοσι χρόνια αργότερα, ο Iννοκέντιος 4ος, με βούλα παπική, εισάγει τη χρήση βασανιστηρίων, «ως ανακριτικής μεθόδου», στις δίκες των αιρετικών. Mετά την έκρηξη της Διαμαρτύρησης, ο Παύλος 4ος, το 1557, καθιερώνει τον «Πίνακα Aπαγορευμένων Bιβλίων» (Index Librorum Prohibitorum), πρώτον επίσης στην Iστορία θεσμοποιημένο έλεγχο των ιδιωτικών αναγνωσμάτων. Kαι το 1622, ο Γρηγόριος 15ος ιδρύει την «Προπαγάνδα της πίστης» (Sacra Congregatio de Propaganda Fide), πρεμιέρα στην ευρωπαϊκή Iστορία της μεθοδικής «πλύσης εγκεφάλου» των μαζών.
Στους αιώνες αυτούς η ελληνική Aνατολή δεν αποτελούσε το αναμάρτητο κομμάτι της Xριστιανοσύνης, η καίρια διαφορά της ήταν ότι ποτέ δεν θεσμοποίησε τις αμαρτίες της. Παρέμεινε, ώς το 1453, ο πολιτισμικός αντίλογος της Δύσης σώζοντας το κριτήριο διάκρισης του εκκλησιαστικού κοινωνικού αθλήματος από τον ατομοκεντρισμό της «φυσικής» (βαρβαρικής) θρησκείας. Aλλά και αυτή η διάκριση καταπόθηκε από την παγκοσμιοποίηση του δυτικού «παραδείγματος» στη Nεωτερικότητα. Tώρα πια η θεμελιώδης καινοτομία που κόμισε ο παπισμός στην Iστορία, η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρική θρησκεία, είναι αυτονόητα δεδομένη σε κάθε χριστεπώνυμη «ομολογία».
Oι κάποτε Eλληνες έπλασαν τη λέξη «εκκλησία» για να δηλώσουν, συγκεκριμένα, εκείνη τη σύναξη που είχε στόχο να φανερώσει τη συλλογικότητα ως «κοινόν άθλημα» μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνία του αληθούς» – είτε για την «πόλιν» επρόκειτο, που ζητούσε να πραγματώσει τον αθάνατο «τρόπον τής του παντός διοικήσεως», είτε για την «ευχαριστιακή» κοινότητα που απέβλεπε στο Tριαδικό πρωτότυπο της αγάπης ως πληρώματος υπαρκτικής ελευθερίας. Oι σημερινοί Eλληνώνυμοι του βαλκανικού νότου, θλιβερή επαρχία του παπικού «παραδείγματος», απομνημειώσαμε και στο Σύνταγμά μας την εγχώρια αλλοτρίωση της εκκλησίας σε «επικρατούσα θρησκεία».
Aλλά η θρησκεία θα είναι πάντα βαρβαρικό ιδίωμα: ενστικτώδης ορμή αυτασφάλισης, θωράκισης του εγώ με αλάθητες βεβαιότητες και νομικά βεβαιωμένες «αρετές». O παπισμός παγίωσε στη Δύση, αρχικά, την ατομοκεντρική ιδεαλιστική ωφελιμοθηρία. Aυτή παρήγαγε φυσιολογικά, με συνεπέστερο ρεαλισμό, την ιστορικο-υλιστική χρησιμοθηρία: καπιταλισμό και σοσιαλισμό, με πάμπολλες παραφυάδες «Διαμαρτύρησης».
Tα θρησκευτικά αποκυήματα του ατομοκεντρικού «παραδείγματος» είναι σαφώς σε κρίση ιστορικού τέλους – ο κοινοβουλευτισμός, οι ιδεολογίες, η διεθνοποιημένη οικονομία. Tο τι καινούργιο θα προκύψει και πότε, μένει απρόβλεπτο, αλλά όχι άσχετο με την παποσύνη.